The New York Times Παρασκευή 4/03/2022, 07:15 SASHA VASILYUK*
THE NEW YORK TIMES

Η μαρτυρία μιας Ουκρανής: Η οικογένειά μου δεν ήθελε να «απελευθερωθεί»

Η μαρτυρία μιας Ουκρανής: Η οικογένειά μου δεν ήθελε να «απελευθερωθεί»

H 70χρονη θεία μου νόμιζε ότι θα περνούσε μια ήσυχη εβδομάδα. Λίγο σιδέρωμα, θα φύτευε πετούνιες στον κήπο και ίσως ξέμπλεκε κάτι καλώδια από φορτιστές. Τώρα, κάθεται με τον θείο μου και παρακολουθούν στα λάπτοπ τους τη ρωσική εισβολή.

Ένιωσα ένα γνώριμο συναίσθημα τρόμου καθώς ο Βλαντίμιρ Πούτιν, ο πρόεδρος της Ρωσίας, συγκέντρωνε στρατεύματα στα σύνορα με την Ουκρανία. Ωστόσο, καθώς η ρωσική εισβολή ξεκίνησε στις 24 Φεβρουαρίου με την πρόφαση της διάσωσης της ανατολικής περιοχής του Ντονμπάς από τη στρατιωτική επίθεση της Ουκρανίας, ήξερα ένα πράγμα: η οικογένειά μου δεν ζήτησε ποτέ να σωθεί από τη Ρωσία. Για οκτώ χρόνια, η διαμάχη αυτή το μόνο που έκανε στην οικογένειά μου ήταν να τη διασπάσει. Η τωρινή εξέλιξη είναι το επόμενο άσχημο κεφάλαιο της ιστορίας μας.

Ήμουν έφηβη όταν μετανάστευσα από τη Μόσχα στο Σαν Φρανσίσκο το 1996, αλλά τα περισσότερα μέλη της οικογένειάς μου ζουν ακόμα στη Ρωσία και την Ουκρανία. Ο πατέρας μου, ο οποίος μεγάλωσε στο Ντόνετσκ, μετακόμισε στη Μόσχα τη δεκαετία του 1970 και έζησε εκεί μέχρι τον θάνατό του το 2017. Ο αδερφός μου ακόμα ζει στη Μόσχα. Μέχρι το 2014 η υπόλοιπη οικογένειά μου – η γιαγιά, η θεία, ο θείος, τα ξαδέρφια και τα ανίψια μου – ζούσε στο Ντόνετσκ και τους επισκεπτόμουν σχεδόν κάθε καλοκαίρι όταν ήμουν μικρή.

Κατά τη διάρκεια αυτών των επισκέψεων, το Ντόνετσκ ήταν πραγματικό καταφύγιο. Μιάμιση ώρα μακριά από τα σύνορα με τη Ρωσία, στη νοτιοανατολική ζώνη της Ουκρανίας, ήταν μια εκσυγχρονιζόμενη βιομηχανική πόλη, με πληθυσμό περίπου ένα εκατομμύριο ανθρώπους, η οποία παρέμενε κατά κάποιο τρόπο ακόμα ήσυχη και φιλόξενη. Ο κόσμος μιλούσε Ρώσικα με ουκρανική προφορά, έτρωγε ουκρανικό γκρίζο ψωμί με παγωμένες φέτες λαρδί και φύτευε περίτεχνα παρτέρια με λουλούδια για να ζωντανέψουν τις σοβιετικές πλατείες, τα θέατρα και τις λεωφόρους. Τα ξαδέρφια μου με πήγαιναν για κολύμπι στον ποταμό Κάλμιους ή για βόλτες δίπλα στις ανοιχτές καφετέριες. Ακόμα και τώρα, το τιτίβισμα των περιστεριών μου θυμίζει εκείνα τα ζεστά μεσημέρια.

Την άνοιξη του 2014, όταν άρχισαν οι πρώτες μάχες στο Ντόνετσκ και τη γύρω περιοχή ανάμεσα σε «αυτονομιστές» που υποστηρίζονταν από τη Ρωσία και την κυβέρνηση της Ουκρανίας, ήταν ένα πραγματικό σοκ όχι μόνο για τον έξω κόσμο, αλλά και για τους ανθρώπους που έμεναν εκεί. Οι αυτονομιστές δεν ήθελαν να δεχθούν τη νέα ουκρανική κυβέρνηση και επέμεναν ότι η ρωσόφωνη περιοχή του Ντονμπάς θα είχε καλύτερη τύχη στο πλευρό της πλουσιότερης και ισχυρότερης Ρωσίας. Δεν μιλούσαν, όμως, εκ μέρους της οικογένειάς μου ούτε των άλλων κατοίκων του Ντονμπάς.

Η οικογένεια του πατέρα μου ζει στο Ντόνετσκ από τη δεκαετία του 1950 και ποτέ δεν έτρεφαν αυτονομιστικά συναισθήματα: Φιλοξενούσαν Ουκρανούς και Ρώσους συγγενείς, μιλούσαν ρώσικα στο σπίτι και στον δρόμο, αλλά έβλεπαν τηλεόραση στα ουκρανικά, έβρισκαν την πολιτική της Ουκρανίας δυσλειτουργική και τη διάχυτη διαφθορά αποκρουστική, αλλά θεωρούσαν ότι η κατάσταση στη Ρωσία δεν ήταν πολύ καλύτερη. Εν ολίγοις, ήταν καλά όπως και όπου ήταν – δεν ήθελαν να χωριστούν από την Ουκρανία, ούτε ήθελαν να γίνουν μέλος της Ρωσίας.

Όμως, ο πόλεμος ήρθε και βρέθηκαν εν μέσω μιας διεθνούς αντιπαράθεσης.

Το 2014, η ξαδέρφη μου η Anna ήταν το πρώτο άτομο που κατάλαβε ότι η διαμάχη αυτή θα ήταν μακροχρόνια. Πολλοί από την οικογένειά μου προσπάθησαν να την πείσουν ότι είχε πανικοβληθεί χωρίς λόγο, ότι η ιδέα ενός πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας ήταν εξωφρενική. Εκείνη δεν τους άκουσε. Πήρε τους δύο μικρούς γιους της και έφυγε. Ο άλλος ξάδερφός μου, ο Mikhail, έμεινε για λίγους ακόμη μήνες, και όταν κατάλαβε ότι το μαγαζί του – που πουλούσε μοντέλα αεροπλάνων και τανκς – δεν θα τα καταφέρνε, έφυγε και αυτός. Ποιος έχει χρόνο για παιχνίδια όταν υπάρχουν πραγματικά τανκς στους δρόμους; Πήγαν στο Κίεβο και έγιναν μέρος του κύματος των εσωτερικά εκτοπισμένων στην Ουκρανία. Πολλοί κάτοικοι του Ντονμπάς αναζήτησαν επίσης καταφύγιο στη Ρωσία και ένας μικρότερος αριθμός ανθρώπων, που είχε αυτή τη δυνατότητα, πήγε στην Πολωνία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Σε αντίθεση με τα ξαδέρφια μου, η 90χρονη γιαγιά μας, η οποία είχε επιβιώσει από τη ναζιστική κατοχή της Ουκρανίας, δεν είχε σκοπό να φύγει. Όταν της τηλεφώνησα από την Καλιφόρνια και την παρακάλεσα να εγκαταλείψει την βομβαρδισμένη πόλη, μου είπε: «Ας έρθουν να με πάρουν. Είμαι πολύ μεγάλη για να φύγω». Και μετά, μου είπε ένα «πιπεράτο» στιχάκι που είχε σκαρφιστεί για τον κ. Πούτιν.

Ο θείος μου και η θεία μου έμειναν στο Ντόνετσκ για τη γιαγιά και επειδή θεωρούσαν ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να ξαναρχίσουν τη ζωή τους αλλού.

Το 2016, μετά από αρκετές συμφωνίες κατάπαυσης πυρός, τους επισκέφτηκα μαζί με τον αδερφό μου για πρώτη φορά έπειτα από τρία χρόνια. Το Ντόνετσκ δεν ήταν πια καταφύγιο. Ήταν γεμάτο με κλειστά καταστήματα, άδεια διαμερίσματα, σπασμένα παράθυρα και γυναίκες που τα μαλλιά τους δεν ήταν βαμμένα πια καθώς δεν υπήρχαν κομμωτήρια. Τρύπες από σφαίρες υπήρχαν παντού: σε πολυκατοικίες, σε κιόσκι για εφημερίδες, σε κλειστές καντίνες για κεμπάπ. Στο κέντρο της πόλης, μια τεράστια αφίσα απεικόνιζε έναν στρατιώτη να κρατάει ένα χαρούμενο παιδί και τις λέξεις «Ευτυχισμένη Μέρα Απελευθέρωσης του Ντονμπάς!» (Για κάποιο λόγο, δεν είχα καταλάβει ποτέ ότι η οικογένειά μου είχε ανάγκη να απελευθερωθεί).

Μέχρι τότε, η γιαγιά μου είχε υποστεί εγκεφαλικό και δεν μιλούσε πολύ, αν και παραδόξως τα λίγα λόγια που έλεγε ήταν στα ουκρανικά. Μετά από χρόνια πολέμου η θεία μου ήταν κάπου ανάμεσα στην αναισθητοποίηση και στην ειρωνεία. «Είναι τρομερό να συνειδητοποιείς πόσο πολύ έχουμε συνηθίσει τον πόλεμο. Δεν είναι σωστό. Είναι απάνθρωπο να νιώθεις έτσι», μας έλεγε.

Η θεία και ο θείος μου δεν ενέκριναν ποτέ την αυτοαποκαλούμενη αυτονομιστική δημοκρατία, αλλά – όπως πολλοί αναμέσά τους – την αποδέχτηκαν, καθώς ο κύκλος τους είχε μικρύνει και ένιωθαν όλο και πιο απομονωμένοι και θυμωμένοι. Η γιαγιά πέθανε το 2019. Τα παιδιά τους έμεναν στο Κίεβο. Η θεία και ο θείος μου μετέτρεψαν το διαμέρισμά τους σε καταφύγιο για βομβαρδισμούς, το έσκαψαν και σιγά-σιγά συνήθισαν την παράξενη ζωή τους.

Συνήθισαν να μη λαμβάνουν γράμματα ή χρήματα από τον έξω κόσμο, καθώς το Ντόνετσκ δεν είχε ούτε διεθνές ταχυδρομείο ούτε τράπεζες. Συνήθισαν να μην έχουν αεροδρόμιο καθώς το Διεθνές Αεροδρόμιο του Ντόνετσκ, το οποίο ξαναχτίστηκε για το Euro 2021, έγινε συντρίμμια. Συνήθισαν το μεγάλο ταξίδι μέσω σημείων ελέγχων, σε ένα μικρό λεωφορείο, για να δουν τα παιδιά τους στο Κίεβο ή την αναμονή για να φτάσουν τα παιδιά τους στο Ντόνετσκ από τα ίδια σημεία ελέγχου. Συνήθισαν στο καθημερινό θόρυβο των φορτηγών του στρατού των αυτονομιστών που περνούσαν μπροστά από το σπίτι τους από την κοντινή βάση. Συνήθισαν το γεγονός ότι ο υπόλοιπος κόσμος τούς είχε ξεχάσει.

Τότε, όμως, ο κ. Πούτιν διέταξε τον στρατό του να εισβάλει στην Ουκρανία και η περιφερειακή σύγκρουση, την οποία επέμεναν στωικά τόσο καιρό, έγινε ένας παγκόσμιος όλεθρος. Η θεία μου έχασε το τελευταίο ίχνος από την ψυχραιμία τους. Τώρα όταν την παίρνω τηλέφωνο, κλαίει.

«Δεν φοβάμαι για τη ζωή μου πια έπειτα από οκτώ χρόνια πολέμου. Η καρδιά μου πονάει για τα παιδιά μου» λέει.

Τα ξαδέρφια μου Mikhail και Anna βρίσκονται στο Κίεβο και περιμένουν τις επιπτώσεις από τη δεύτερη ρωσική εισβολή κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Μου λένε ότι η εμπειρία τους στο Ντόνετσκ τούς έχει κάνει πιο ψύχραιμους σε σχέση με τους περισσότερους Ουκρανούς που δεν έχουν δει ποτέ τον πόλεμο. Δεν μπορώ να βρω το κουράγιο να τους πω ότι φοβάμαι πως ολόκληρη η χώρα τους θα γίνει σαν το Ντόνετσκ, ένα μέρος που είναι αδύνατον να ζήσεις.

Αναρωτιέμαι αν θα έπρεπε να είχα προβλέψει αυτή την εξέλιξη ή αν θα έπρεπε να είχα επιμείνει να φύγουν. Τώρα, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να τρέχω στο τηλέφωνο κάθε πρωί για να δω πώς είναι.

«Υπήρχαν στιγμές τα τελευταία χρόνια που νόμιζα ότι σύντομα η ζωή θα επέστρεφε στο κανονικό. Τώρα, όμως, ξέρω ότι αυτό δεν θα γίνει» μου είπε η θεία μου στις 25 Φεβρουαρίου, καθώς τα ρωσικά στρατεύματα πλησίαζαν το Κίεβο.

* Η Sasha Vasilyuk είναι Ρωσο-Αμερικανίδα συγγραφέας, με οικογένεια στην Ουκρανία.

Copyright:
2021 The New York Times

Διαβάστε επίσης:

Ο ηγέτης που νομίζαμε ότι ξέραμε καλά

Γιατί ζούμε στον αιώνα των Τυράννων

Χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ουκρανία, ο Πούτιν χτίζει νέες συμμαχίες

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News