Πόσο ισχυρό είναι το «τείχος ανοσίας» ενάντια στην παραπληροφόρηση;
Η Κλημεντίνη Διακομανώλη μιλά στο moneyreview.gr με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του βιβλίου της «Fake news: Τι κάνει η Ευρώπη»
Πόσο «επικίνδυνο» μπορεί να είναι ένα like ή ένα share στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Πόσο προστατευμένοι είναι οι χρήστες του διαδικτύου έναντι φαινομένων ψηφιακής αυθαιρεσίας από την πλευρά των τεχνολογικών γιγάντων; Με την πανδημία να έχει φέρει έντονα στο προσκήνιο το ζήτημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων και με την επικαιρότητα να τροφοδοτείται από ειδήσεις που επιβεβαιώνουν την παντοδυναμία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης η συζήτηση για την παραπληροφόρηση έχει πάρει νέες διαστάσεις.
Με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του βιβλίου της «Fake news: Τι κάνει η Ευρώπη», που παρουσιάζεται αύριο στο Βιβλιοπωλείο ΙΑΝΟS* (Σταδίου 24, Αθήνα) η συγγραφέας Κλημεντίνη Διακομανώλη μιλά στο moneyreview.gr για τους μηχανισμούς αντίστασης σε ένα φαινόμενο που εξελίσσεται παράλληλα με την αυξανόμενη επιρροή των social media, αναφέρεται στις επιδόσεις των Ελλήνων σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση των ειδήσεων και επισημαίνει τη σημασία του ψηφιακού γραμματισμού.
«Στην περίπτωση της πανδημίας οι ψευδείς ειδήσεις στοίχισαν ζωές»
«Η πανδημία αλλά και διάφορες πολιτικές εξελίξεις (π.χ. εκλογικές αναμετρήσεις στην Ευρώπη ή οι τελευταίες αμερικανικές εκλογές) έφεραν στην επιφάνεια τους κινδύνους από τη διασπορά των ψευδών ειδήσεων. Μάλιστα στην περίπτωση της πανδημίας οι ψευδείς ειδήσεις στοίχισαν ζωές» σημειώνει η κ. Διακομανώλη θυμίζοντας ότι «πρόσφατα ο Λευκός Οίκος απηύθυνε έκκληση στους μεγάλους ψηφιακούς κολοσσούς όπως είναι το Facebook, το Twitter, το Google κλπ να ενεργοποιήσουν τα αντανακλαστικά τους όσον αφορά την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης γιατί ‘εν καιρώ πανδημίας τα fake news σκοτώνουν ανθρώπους’».
Ωστόσο, όπως τονίζει, «εργαλεία υπάρχουν και εξελίσσονται με ταχύ ρυθμό τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι κυβερνήσεις πλέον έχουν πλήρη συνείδηση ότι οι ψευδείς ειδήσεις, όποιος και αν είναι ο δημιουργός τους, μπορούν να προκαλέσουν κύματα αμφισβήτησης εκ μέρους των πολιτών με αποτέλεσμα την διάβρωση της εμπιστοσύνης στην επιστήμη, στους θεσμούς, ακόμη και στο μοντέλο της δυτικής δημοκρατίας. Ευτυχώς όμως, ένα ολόκληρο οπλοστάσιο αντίστασης για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης έχει δημιουργηθεί».
Το «οπλοστάσιο» της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Πρωτοπόρος σε αυτή την προσπάθεια, σύμφωνα με τη συγγραφέα, είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία τα τελευταία πέντε χρόνια έχει δημιουργήσει σειρά νομοθετικών πρωτοβουλιών ευρωπαϊκής εμβέλειας. «Για παράδειγμα, το Σχέδιο Δράσης κατά της παραπληροφόρησης εντοπίζει και αντιμετωπίζει τις πηγές της παραπληροφόρησης. Το Σύστημα Ταχείας Ειδοποίησης διευκολύνει την συνεργασία μεταξύ κρατών μελών και ευρωπαϊκών θεσμών στα θέματα αυτά. Επίσης, με την έναρξη της πανδημίας ανάγκασε τους ψηφιακού κολοσσούς Google, Facebook, Twitter κλπ να υποβάλουν μηνιαίες εκθέσεις στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή παραθέτοντας τις δράσεις τους κατά της παραπληροφόρησης σε θέματα COVID-19 και της ρητορικής μίσους. Έτσι, το Facebook, για παράδειγμα, αναγκάστηκε να καταργήσει δισεκατομμύρια ψεύτικους λογαριασμούς ως κακόβουλους, και το Twitter προέβη ουσιαστικά σε απαγόρευση των πολιτικών διαφημίσεων, όταν αυτές είναι αμφίβολης προέλευσης. Παράλληλα, μέσω του Ευρωπαϊκού Σχεδίου για τη Δημοκρατία προτείνονται ενισχυμένα μέτρα για την υποστήριξη ελευθέρων και δίκαιων εκλογών καθώς και έμπρακτη υποστήριξη των ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης στην Ευρώπη και της ερευνητικής δημοσιογραφίας» παρατηρεί.
Ωστόσο, όπως σημειώνει, προφανώς, αυτά δεν αρκούν. «Απαραίτητη είναι η καλύτερη ρύθμιση της λειτουργίας των πλατφορμών με έμφαση στην υπευθυνότητα, τη διαφάνεια και τη λογοδοσία. Στόχος είναι η δημιουργία ενός ψηφιακού οικοσυστήματος συμβατού με τις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες της ελευθερίας του λόγου και της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η αλήθεια πρέπει να προστατεύεται από τις κάθε λογής επικίνδυνες θεωρίες συνωμοσίας. Είναι δίκαιο να πούμε ότι πλέον μια παρόμοια προσπάθεια χαλιναγώγησης της τεράστιας εξουσίας των ψηφιακών γιγάντων φαίνεται να ακολουθείται και στην πατρίδα τους, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού» αναφέρει.
Τονίζει ακόμη ότι καμία δράση από κοινοτικούς ή κυβερνητικούς φορείς δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική εάν ο ίδιος ο πολίτης δεν μάθει να θωρακίζεται ο ίδιος απέναντι στο φαινόμενο της παραπληροφόρησης, επισημαίνοντας τον ρόλο της κοινωνίας των πολιτών και του σχολείου: «Η κοινωνία τον πολιτών έχει εκεί να παίξει ένα σημαντικό ρόλο, όπως και το σχολείο που πρέπει να οξύνει την κρίση των νέων ανθρώπων ώστε να μπορούν να διακρίνουν το αληθινό γεγονός από την κακόβουλη ή ιδιοτελή πληροφόρηση. Θα αφήσω, όμως, τη συνέχεια της συζήτησης στον αναγνώστη να την ανακαλύψει μέσα από τις σελίδες του βιβλίου».
Σύμμαχος ή εχθρός η τεχνολογία;
Τελικά η τεχνολογία είναι περισσότερο σύμμαχος στην πληροφόρηση του κοινού ή όχημα παραπληροφόρησης; Η κ. Διακομανώλη απαντά πως «ουσιαστικά η παραπληροφόρηση είναι για μια νέα Λερναία Ύδρα, με πολλές και διαφορετικές μορφές και χαρακτηριστικά, αλλά και εργαλεία εξάπλωσης που η τεχνολογία φτιάχνει τόσο ‘έξυπνα’ που είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανιχνευτούν, ακόμη και από αυτούς που τα δημιουργούν».
Εστιάζοντας στη συνέχεια στον ρόλο των κολοσσών του διαδικτύου και τη δύναμη επιρροής τους επισημαίνει: «Ο μέσος χρήστης της ψηφιακής τεχνολογίας σήμερα δεν μπορεί να μην προβληματιστεί για το πού φτάνουν τα όρια της ψηφιακής αυθαιρεσίας των τεχνολογικών γιγάντων όπως το Facebook και το Twitter, αλλά και ποια μπορεί να είναι σε παγκόσμιο επίπεδο η δύναμη που μπορεί να τους τιθασεύσει, εάν κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Επίσης, κανείς μας δε θέλει να ξέρει ότι πίσω από την είδηση που διαβάζει βιαστικά στο κινητό του κρύβεται ένας ολόκληρος εταιρικός ή κρατικός μηχανισμός με καθόλου αθώες προθέσεις απέναντι στα σημερινά δημοκρατικά δυτικά καθεστώτα. Στο βιβλίο μου παρουσιάζω τον τρόπο που λειτουργούν τα κοινωνικά δίκτυα και οι μεγάλες πλατφόρμες που τα φιλοξενούν, οι λεγόμενοι –όχι τυχαία- παγκόσμιοι ‘ψηφιακοί κολοσσοί’. Ουσιαστικά γίνονται σχεδόν ρυθμιστές της καθημερινότητάς μας και απορροφούν τεράστιο μέρος της προσοχής μας, όπως όλες οι παγκόσμιες έρευνες καταδεικνύουν. Μέσα σε 5 λεπτά γίνονται σε παγκόσμιο επίπεδο 20 εκατομμύρια αναζητήσεις στο Google, 6,5 εκατομμύρια συνδέσεις στο Facebook και στέλνονται 95 εκατομμύρια στο Whatsapp. Όχι μόνο η ευρωπαϊκή αλλά ολόκληρη η παγκόσμια κοινότητα, ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου, εθνικότητας και γεωγραφικού προσδιορισμού, είναι ψηφιακά διασυνδεμένη. Αυτό δίνει στους τεχνολογικούς γίγαντες μια τεράστια οικονομική και πολιτική εξουσία και μια υπερσυγκέντρωση δύναμης, για τις οποίες δεν υφίσταται, μέχρι στιγμής, γενική υποχρέωση δημόσιας λογοδοσίας, πχ για το εάν επιτρέπουν ή ενισχύουν τη ρητορική μίσους».
Οι κίνδυνοι
Αναφερόμενη μάλιστα στις πρόσφατες, εκ των έσω, καταγγελίες εναντίον του Facebook η συγγραφέας σημειώνει πως αυτές αντανακλούν και την ανησυχία του μέσου πολίτη: «Έχει αυξηθεί τελευταία η αίσθηση, τουλάχιστον στις δυτικές δημοκρατίες, ότι χρειάζεται να μπει ένα φρένο στην αυξανόμενη επιρροή που έχουν οι ψηφιακές πλατφόρμες στη δημόσια σφαίρα, αφού σχεδόν καθορίζουν την ατζέντα της δημόσιας συζήτησης σε πολλά θέματα. Το χειρότερο, όμως, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι επιτρέπουν την κυκλοφορία κάθε είδους ψευδών ειδήσεων. Αυτός ακριβώς είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος, ότι δηλαδή, μέσω της παραπληροφόρησης (που είναι ο δόκιμος όρος για τα fake news) κλονίζεται η εμπιστοσύνη σχεδόν στα πάντα: στην επιστήμη, στην αλήθεια, στους θεσμούς, στις κυβερνήσεις, στον Τύπο, στις δημοκρατικές διαδικασίες και τελικά στην κοινωνική συνοχή και στη Δημοκρατία. Ως συνέπεια, αυτή η συνολική δυσπιστία και απαξίωση, κινδυνεύει να δημιουργήσει θυμωμένους πολίτες και κοινωνική δυσλειτουργία. Αυτοί είναι μερικοί μόνο από τους προβληματισμούς που τίθενται στο βιβλίο και οι απαντήσεις δίνονται με βάση πρόσφατες ακαδημαϊκές μελέτες, συμπεράσματα ερευνών σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά και σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης σε ευρωπαϊκό κυρίως βεληνεκές. Θέλω να πιστεύω ότι ο αναγνώστης του βιβλίου θα αισθανθεί καλύτερα εξοπλισμένος απέναντι σε ένα φαινόμενο που είναι παρόν και όλα δείχνουν πως θα μας απασχολήσει πολύ στο μέλλον είτε ως πολίτες, είτε ως γονείς, δεδομένου ότι οι νεότερες γενιές είναι σαφώς πιο ευάλωτες».
Η ελληνική πραγματικότητα
Ποια είναι όμως η εικόνα στην Ελλάδα; Πόσο υποψιασμένοι είναι οι Έλληνες χρήστες του διαδικτύου απέναντι στην παραπληροφόρηση; «Προφανώς πρόκειται για ένα παγκόσμιο φαινόμενο και κάθε κοινωνία έχει (ή δεν έχει) τις δικές της αντιστάσεις στις ψευδείς ειδήσεις και την παραπληροφόρηση» παρατηρεί η κ. Διακομανώλη, προσθέτοντας: «Όσον αφορά την Ελλάδα, θα ήθελα να αναφερθώ μόνο στα αποτελέσματα του πρόσφατου πανευρωπακού δείκτη καταμέτρησης της δυνατότητας αξιολόγησης των ειδήσεων και της ευαλωτότητας απέναντι στην παραπληροφόρηση (Media Literacy Index 2021): Η χώρα μας είναι στην 27η θέση σε σύνολο 35 χωρών και συμπεριλαμβάνεται στην 4η χειρότερη από τις 5 ομάδες ταξινόμησης μαζί με την Τουρκία και άλλες βαλκανικές χώρες».
Την ανησυχία όσον αφορά την ικανότητά μας να διακρίνουμε τις ψευδείς ειδήσεις επιτείνουν, σύμφωνα με τη συγγραφέα, και οι μέτριες επιδόσεις των Ελληνόπουλων όσον αφορά την κριτική τους ικανότητα. «Τα τελευταία αποτελέσματα του δείκτη PISA του ΟΟΣΑ (2018) καταγράφουν δυστυχώς ποιοτική υποβάθμιση των επιδόσεων των Ελλήνων μαθητών» αναφέρει και τονίζει πως τα πορίσματα των ειδικών συγκλίνουν στο ότι η εκπαίδευση και η κριτική γνώση επί των μέσων μαζικής επικοινωνίας και γενικά της πληροφορίας πρέπει να υπάρχει πλέον ως βασική δεξιότητα στα σχολικά προγράμματα καθώς και στα προγράμματα δια βίου μάθησης της εκπαιδευτικών.
«Ο πολίτης κάθε ηλικίας που θέλει να είναι σωστά ενημερωμένος, με ελεύθερη πρόσβαση σε ποιοτική πληροφόρηση και που υποστηρίζει την ελεύθερη, ανεπηρέαστη, ευσυνείδητη και αντικειμενική δημοσιογραφία έχει και την ατομική ευθύνη της επιλογής στην ενημέρωσή του. Γιατί τα συστήματα πεποιθήσεων και οι συμπεριφορές μας είναι τελικά σε μεγάλο βαθμό και αποτέλεσμα και της πρωτογενούς τροφής με την οποία ‘ταΐζουμε’ το γνωστικό μας στομάχι» υπογραμμίζει για να καταλήξει: « Όλα δείχνουν ότι η παραπληροφόρηση θα μας απασχολήσει πολύ τα επόμενα χρόνια, ειδικά δε τις νέες γενιές ανθρώπων, που επιλέγουν σχεδόν αποκλειστικά ψηφιακή ενημέρωση. Ένα like ή ένα share που μπορεί να κάνουμε σχεδόν από αυτοματισμό έχει μια τεράστια πολιτική σημασία που ούτε καν υποπτευόμαστε, εάν δεν είμαστε καλά πληροφορημένοι για την λειτουργία της παραπληροφόρησης».
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Κλημεντίνη Διακομανώλη είναι στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με ειδίκευση σε θέματα Τύπου και Επικοινωνίας και μακρά επαγγελματική εμπειρία στο χώρο της ευρωπαϊκής ειδησεογραφίας και δημοσιογραφίας. Έχει ασχοληθεί με την ενημέρωση των πολιτών σε θέματα έρευνας και τεχνολογίας, περιβάλλοντος και κλιματικής αλλαγής, παραπληροφόρησης καθώς και με τις περισσότερες θεματικές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει υπηρετήσει ως Διευθύντρια του Γραφείου Τύπου στις Αντιπροσωπείες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Είναι απόφοιτος της πρώτης σειράς Ακολούθων Τύπου της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και υπηρέτησε σε διπλωματικό πόστο Ακολούθου Τύπου στις Βρυξέλλες. Έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στο Ποινικό Δίκαιο και στην Εγκληματολογία στη Γαλλία και Digital Communication στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και τέως Δικηγόρος Αθηνών.
* Το βιβλίο «Fake news: Τι κάνει η Ευρώπη;» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας παρουσιάζεται αύριο Τετάρτη σε ειδική εκδήλωση στο Βιβλιοπωλείο ΙΑΝΟS (Σταδίου 24, Αθήνα, ώρα: 18.00), στο πλαίσιο της οποίας τέσσερις καλεσμένοι θα έχουν την ευκαιρία να συζητήσουν για τα fake news και την παρουσία τους στην ελληνική πραγματικότητα. Τη συζήτηση θα συντονίσει η δημοσιογράφος Έλενα Παπαδημητρίου, ενώ χαιρετισμό θα απευθύνει με βιντεοσκοπημένο μήνυμά του ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μαργαρίτης Σχοινάς.
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News