Life & Arts Δευτέρα 8/02/2021, 15:06 ΚΟΡΑΛΙΑ ΞΕΠΑΠΑΔΕΑ
LIFE & ARTS

Η πανδημία μέσα από τα μάτια της τέχνης και της λογοτεχνίας

Η πανδημία μέσα από τα μάτια της τέχνης και της λογοτεχνίας

Επιδημίες, όπως η πανώλη, η χολέρα, η φυματίωση κι η λέπρα, έχουν αποτυπωθεί σε κορυφαίους πίνακες ζωγραφικής, διηγήματα και μυθιστορήματα, στη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας. 

Μερικά από αυτά τα μοναδικά έργα τέχνης παρατίθενται παρακάτω: 

Bonaparte Visiting the Plague Victims of Jaffa («Bonaparte visitant les pestiférés de Jaffa») – 1804

«ΟΝαπολέων επισκέπτεται τους πληγέντες από πανώλη της Γιάφας»

Η πανδημία μέσα από τα μάτια της τέχνης και της λογοτεχνίας-1

Του Αντουάν – Ζαν Γκρος (1771 – 1835)

Σήμερα εκτίθεται στο Λούβρο – Παρίσι.

Ο πίνακας «Bonaparte Visiting the Plague Victims of Jaffa» αποτελεί μια σύνθεση του 1804, η οποία ανατέθηκε από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη στον Γάλλο ζωγράφο, Αντουάν – Ζαν Γκρος, την περίοδο που η πανούκλα θέριζε την πόλη Γιάφα του Ισραήλ.

Σκοπός του έργου ήταν να εκθειάσει τον αυτοκράτορα των Γάλλων, απεικονίζοντάς τον ως το κεντρικό πρόσωπο μιας εντυπωσιακής σκηνής, που υποτίθεται πως έλαβε χώρα στη Jaffa τον Μάρτιο 1799, κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Εκστρατείας στην Αίγυπτο και τη Συρία (1798-1801), όταν ο στρατηγός Βοναπάρτης έκανε επίσκεψη στους άρρωστους στρατιώτες του στην Αρμενική Μονή του Αγίου Νικολάου.

Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για μια απόπειρα του ίδιου να κατευνάσει τις φήμες (πόσο φήμες τελικά;) που τον ήθελαν να είχε διατάξει να δοθούν σε 50 θύματα της πανούκλας, θανατηφόρες δόσεις όπιου, κατά την αποχώρησή του από τη Εκστρατεία στη Συρία.

Στον πίνακα του Γκρος απεικονίζονται οι άλλοτε νεκροζώντανοι -από τη βουβωνική πανώλη- στρατιώτες και πολεμιστές του Ναπολέοντα, να στρέφουν το μακάριο βλέμμα τους προς εκείνον, ενώ αυτός, ως Μέγας προστάτης όλων, βγάζει το γάντι του και αγγίζει με το χέρι του τα γυμνά τους κορμιά.

The Triumph of Death (Ο Θρίαμβος του Θανάτου) – 1562 

Πίτερ Μπρέγκελ – «Ο Θρίαμβος του Θανάτου» (Ελαιογραφία)

Η πανδημία μέσα από τα μάτια της τέχνης και της λογοτεχνίας-2

Του Πίτερ Μπρέγκελ του Πρεσβύτερου (1525 – 1569)

Σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο Πράδο – Μαδρίτη.

Ο Πίτερ Μπρέγκελ ο πρεσβύτερος, ήταν ένας από τους σημαντικότερους Φλαμανδούς ζωγράφους και χαράκτες, που έμεινε γνωστός για τα τοπία και τις αναπαραστάσεις αγροτικών σκηνών. Χάρη στον Μπρέγκελ και στη ζωντανή αναπαράσταση των τελετουργιών της ζωής στην ύπαιθρο, αντλούμε σημαντικές πληροφορίες για τις -πλέον- εξαφανισμένες λαϊκές παραδόσεις του 16ου αιώνα.

Ο παραπάνω πίνακας του Μπρέγκελ, με τίτλο The Triumph of Death αναφέρεται στη μαύρη πανώλη (Black Death), μια από τις πλέον καταστροφικές πανδημίες στην παγκόσμια ιστορία, που κόστισε 100 έως 200 εκατομμύρια ζωές στην Ευρώπη και στην Ασία, μειώνοντας τον τότε παγκόσμιο πληθυσμό, σύμφωνα με εκτιμήσεις, κατά περίπου 90 εκατομμύρια.

Λέγεται ότι η μόλυνση ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1347, από γενοβέζικα εμπορικά πλοία στην Ανατολή και μεταδόθηκε αρχικά στη Σικελία και την Τοσκάνη, χτυπώντας τους πληθυσμούς που ήταν λιγότερο προετοιμασμένοι ν’ αντιμετωπίσουν τη νέα μορφή της επιδημίας.

Σε πρώτο πλάνο στον Θρίαμβο του Θανάτου, ένας λόφος από πτώματα, ενώ οι εναπομείναντες ζωντανοί προσπαθούν να ξεφύγουν και μάταια αντιστέκονται στην επέλαση της πανώλης, μια ζοφερή, αλλά πνευματώδης απεικόνιση του τραγικού, που διακηρύττει ότι οι πανδημίες δεν κάνουν διακρίσεις: Νεκροί από διαφορετικό κοινωνικό υπόβαθρο, από αγρότες και στρατιώτες μέχρι ευγενείς, αλλά κι ο ίδιος ο βασιλιάς και ένας καρδινάλιος.

Στο βάθος του πίνακα, ένα μαύρο, ερημωμένο τοπίο, φωτιές να καίνε σε απόσταση και η θάλασσα να γεμίζει ναυάγια.

Plague (Πανούκλα) – 1898

Άρνολντ Μπαίκλιν – «Plague» (Τέμπερα σε ξύλο)

Η πανδημία μέσα από τα μάτια της τέχνης και της λογοτεχνίας-3

Toυ Άρνολντ Μπαίκλιν (1827 – 1901)

Σήμερα βρίσκεται στο Kunstmuseum Basel – Ελβετία.

Το έργο «Plague» αποτελεί κορυφαία ζωγραφική σύλληψη του Ελβετού συμβολιστή ζωγράφου, Άρνολντ Μπαίκλιν και χρονολογείται περί το 1898. Στην «Πανούκλα» γίνεται εμφανής είναι η «εμμονή» του δημιουργού με τον πόλεμο, τον λοιμό, τον θάνατο και την αποσύνθεση, η οποία και εκφράζεται με τη χρήση διαφορετικών αποχρώσεων πράσινου, καφέ και μαύρου, σε αντίθεση με το κόκκινο, το μόνο ζωντανό χρώμα που φορά η απεικονιζόμενη γυναίκα του πίνακα.

Μαζί με τον Φέρντιναντ Χόντλερ, ο Άρνολντ Μπαίκλιν, θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους συμβολιστές εκτός Γαλλίας του 19ου αιώνα, ασκώντας τη μεγαλύτερη επιρροή στις γερμανόφωνες χώρες, κατά τις δεκαετίες 1880 και 1890.

Το σκοτεινό ύφος, τα πένθιμα θέματα και το μυστικιστικά φορτισμένο συναίσθημα των έργων του, κατάφερε να γοητεύσει τους σουρρεαλιστές ζωγράφους της εποχής.

«Μαγεμένος Κήπος» (Μία ιστορία από το Δεκαήμερο του Βοκάκιου) – 1917

Η πανδημία μέσα από τα μάτια της τέχνης και της λογοτεχνίας-4

Οι ήρωες της κύριας ιστορίας είναι δέκα νέοι άνθρωποι, επτά γυναίκες και τρεις άνδρες, (όπως αναπαρίστανται και στον πίνακα του Τζον Γουίλιαμ Γουότερχαους), οι οποίοι καταφεύγουν στην εξοχή από τη Φλωρεντία, που είχε χτυπηθεί από την πανώλη, και ζουν για δύο εβδομάδες σε μία ονειρεμένη εξοχική έπαυλη με ειδυλλιακούς κήπους, μακριά από την αρρώστια της πόλης.

Του John William Waterhouse (1849 – 1917)

Σήμερα βρίσκεται στο Lady Lever Art Gallery – Λίβερπουλ.

Ο Μαγεμένος Κήπος αποτελεί έμπνευση του Τζον Γουίλιαμ Γουότερχαουζ, Βρετανού ζωγράφου, οπαδού των Προραφαηλιτών καλλιτεχνών και συνεχιστή του έργου τους, o οποίος δραστηριοποιήθηκε στα τέλη της Βικτωριανής εποχής.

«Το Δεκαήμερο του Βοκάκιου» αποτελείται από εκατό διηγήματα, χωρισμένα σε δέκα μέρη, και από ένα προοίμιο. Πρόκειται για μια πολυεπίπεδη ποιητική αφήγηση που αποδίδεται στον Τζιοβάννι Βοκκάκιο (γνωστό με το εξελληνισμένο όνομα, Ιωάννη Βοκάκιο) και γράφηκε στη Φλωρεντία ανάμεσα στα 1350-1353.

Στο προοίμιο του «Δεκαημέρου», ο συγγραφέας περιγράφει τον εφιάλτη της θανατηφόρας πανώλης (γνωστή και ως «Μαύρος Θάνατος»), η οποία ανάμεσα στα 1348 – 1353, έπληξε την Ευρώπη και σάρωσε τη Φλωρεντία.

Στην αφήγηση περιλαμβάνονται εκατό ιστορίες που αφηγούνται, με ρεαλιστικό τρόπο, μια ολόκληρη εποχή, αλλά και την ίδια την ανθρώπινη ψυχή, με τα πάθη, τις κωμικότητες και τις ασχήμιες της. Οι ήρωες της κύριας ιστορίας είναι δέκα νέοι άνθρωποι, επτά γυναίκες και τρεις άνδρες, (όπως αναπαρίστανται και στον πίνακα του Τζον Γουίλιαμ Γουότερχαους), οι οποίοι καταφεύγουν στην εξοχή από τη Φλωρεντία, που είχε χτυπηθεί από την πανώλη, και ζουν για δύο εβδομάδες σε μία ονειρεμένη εξοχική έπαυλη με ειδυλλιακούς κήπους, μακριά από την αρρώστια της πόλης.

«Λοιμός σε αρχαία πόλη» (Αθήνα) – 17ος αιώνας 

Η πανδημία μέσα από τα μάτια της τέχνης και της λογοτεχνίας-5

Η μνημειώδης σύνθεση του «Λοιμός σε αρχαία πόλη» αποτελεί μια δραματική απεικόνιση της βουβωνικής πανώλης, στα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, όταν η πόλη-κράτος των Αθηνών πολιορκούταν από τους Σπαρτιάτες (430 π.Χ).

Toυ Μίχιελ Σβέιρτς (1650 – 1652)

Σήμερα βρίσκεται στο Los Angeles County Museum of Art – Ολλανδία. 

Εκ πρώτης όψης, ο πίνακας του Φλαμανδού ζωγράφου, Μίχιελ Σβέιρτς, αναφέρεται στην ιστορική περίοδο του λοιμού των Αθηνών.

Ο Λοιμός των Αθηνών ήταν μια καταστροφική επιδημία, που εκδηλώθηκε στην πόλη-κράτος των Αθηνών στην αρχαία Ελλάδα, κατά το δεύτερο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου, το 430 π.Χ., και ενώ η πόλη πολιορκούνταν από τους Σπαρτιάτες.

Θεωρείται πως η επιδημία πρωτοεμφανίστηκε στο λιμάνι του Πειραιά, το οποίο και αποτελούσε την κύρια είσοδο προμηθειών της πόλης. Ο λοιμός εμφανίστηκε και σε άλλες περιοχές της ανατολικής Μεσογείου, επέστρεψε δύο φορές, μια το 429 π.Χ. και μια τον χειμώνα του 427/426 π.Χ., προκαλώντας μεγάλη καταστροφή στον πληθυσμό της Αθήνας.

Οι περισσότεροι ιστορικοί τέχνης έχουν διακρίνει στον πίνακα του Μίχιελ Σβέιρτς, μια γενική απεικόνιση των τραγικών επιπτώσεων του λοιμού (φτώχεια, πείνα, θάνατος), χωρίς να εστιάζουν σε κάποια εξειδικευμένη ιστορική, ηθική ή αφηγηματική έννοια.

Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο Σβέιρτς στη σύνθεση του Λοιμού ενδεχομένως σχολιάζει τη σύγχρονη -για την εποχή του- σύγκρουση του καθολικισμού με τον προτεσταντισμό.

Ωστόσο, με βάση την κυρίαρχη εκδοχή, η μνημειώδης σύνθεση του «Λοιμός σε αρχαία πόλη» αποτελεί μια μπαρόκ απεικόνιση της βουβωνικής πανώλης, στα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, όταν η πόλη-κράτος των Αθηνών πολιορκούταν από τους Σπαρτιάτες (430 π.Χ).

Η μάσκα του κόκκινου θανάτου – 1842 

Του Έντγκαρ Άλλαν Πόε (1809 – 1849)

Στο διήγημα του Έντγκαρ Άλλαν Πόε, «Η Μάσκα του Κόκκινου Θανάτου», η πλοκή ακολουθεί την ιστορία του πρίγκιπα Πρόσπερο, στην προσπάθειά του να αποφύγει έναν θανατηφόρο λοιμό, γνωστό και ως Κόκκινος Θάνατος, ενώ βρίσκεται κρυμμένος στο αβαείο του.

Ο Κόκκινος Θάνατος αποτελεί μια φανταστική αρρώστια, η οποία, σύμφωνα με τις περιγραφές του Πόε, προκαλεί οξείς πόνους, εκκρίσεις αίματος, ζαλάδας και τελικά κατάρρευση, οδηγώντας το άτομο σε θάνατο σε λιγότερο από μισή ώρα.

Η ιστορία έχει πολλά στοιχεία γοτθικής λογοτεχνίας και συχνά αναλύεται ως μια αλληγορία του αναπόφευκτου ερχομού του θανάτου, ενώ έχουν δοθεί πολλές και διαφορετικές ερμηνείες για τον καθορισμό της πραγματικής φύσης της συγκεκριμένης ασθένειας.

Από τη μια, θεωρείται πως η αρρώστια του κόκκινου θανάτου είναι εμπνευσμένη από τη φυματίωση, καθώς η γυναίκα του Πόε, Βιργινία, έπασχε από την ασθένεια όταν ο Πόε έγραφε την ιστορία. Όπως και ο πρίγκιπας Πρόσπερο, έτσι κι ο Πόε αγνοούσε τους κινδύνους της ασθένειας, ενώ και η μητέρα και ο αδερφός του, αλλά και η ανάδοχος μητέρα του, πέθαναν επίσης από φυματίωση.

Μια εναλλακτική ερμηνεία, από την άλλη, θέλει τον Κόκκινο Θάνατο να αναφέρεται στη χολέρα, καθώς ο Πόε είχε ζήσει μια επιδημία χολέρας στην Βαλτιμόρη του Μαίρυλαντ το 1831, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για τη βουβωνική πανώλη, γνωστή και με το όνομα Μαύρος Θάνατος.

Βαρδιάνος στα σπόρκα – 1893 

Του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη  (1851 – 1911)

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (πέρα από συγγραφέας που έχει στιγματίσει τα μαθητικά μας χρόνια, βλέπε «Φόνισσα» και «Όνειρο στο Κύμα»), είναι ένας από τους διαπρεπέστερους Έλληνες λογοτέχνες («μπαμπάς» των ελληνικών γραμμάτων – αν μας επιτρέπεται ο όρος), με τα διηγήματά του να κατέχουν περίοπτη θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία.

Ο «Βαρδιάνος στα σπόρκα» διηγείται την ιστορία της γριάς-Σκεύως, η οποία μεταμφιέζεται σε άντρα και γίνεται βαρδιάνος (φύλακας) στα σπόρκα (μολυσμένα, επιχόλερα καράβια) για να να σώσει τον γιο της.

Προκειμένου να δει και να περιποιηθεί το παιδί της, που είχε προσβληθεί από χολέρα, η γριά Σκεύω καταφέρνει, ντυμένη αντρικά, να την προσλάβουν ως «βαρδιάνο» στα καράβια και τελικά πετυχαίνει τον σκοπό της.

Ιστορικός πυρήνας του διηγήματος είναι η επιδημία της χολέρας που έπληξε την Ευρώπη το 1865 (ο Παπαδιαμάντης ήταν τότε δεκατεσσάρων χρονών και θυμάται ζωηρά τις λεπτομέρειες) και τα αυστηρά μέτρα προφύλαξης που έλαβε η τότε ελληνική κυβέρνηση.

Η πανούκλα – 1947 

Του Αλμπερ Καμύ (1913 – 1960)

Ο πόλεμος -αυτή η «μαύρη πανούκλα»- ξεσπά στην Ευρώπη. Η Γαλλία σπαράζει στις όχθες του Σομ και του Λουάρ, εκατομμύρια οι αιχμάλωτοι στα κρεματόρια. Ο πόλεμος κάνει πιο έντονο τον χωρισμό, την απουσία, την αρρώστια, την ανασφάλεια. Μήπως, όμως δεν είμαστε πάντα υπό απειλή, αποκομμένοι, εξόριστοι, σαρακοφαγωμένοι, όπως το φρούτο από το σκουλήκι;

Η «Πανούκλα», το δεύτερο μετά τον «Ξένο» μεγάλο μυθιστόρημα του Καμύ, καταγράφει τη συμπεριφορά των ανθρώπων σ’ έναν κόσμο που μοιάζει πλέον να μην έχει σκοπό και μέλλον, σ’ έναν κόσμο πνιγηρής επανάληψης και μονοτονίας. Αυτό που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους δεν είναι η αυτοκρατορία της σάρκας τους, αλλά οι σιωπές, οι κρυφές πληγές τους, οι σκιές που ρίχνουν στις προκλήσεις της ζωής.

Η άρρωστη πολιτεία – 1914 

Της Γαλάτειας Καζαντζάκη (1881 – 1962)

Η Γαλάτεια Καζαντζάκη ήταν η πρώτη στην ελληνική λογοτεχνία του 20ου αιώνα που ανέδειξε το ζήτημα της λέπρας, μέσα από μια ερωτική ιστορία.

Η «Άρρωστη πολιτεία» αποτελεί μια νουβέλα της συγγραφέως για το νησί των λεπρών, τη Σπιναλόγκα, η οποία δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1914 από την ίδια, με το ψευδώνυμο Πετρούλα Ψηλορείτη.

Η πλοκή στην «Άρρωστη πολιτεία» ακολουθεί τα αντικρουόμενα συναισθήματα και τις σκέψεις που γεννούν στην ηρωίδα, τόσο η αρρώστια και ο υποχρεωτικός εγκλεισμός στο νησί των λεπρών, όσο και ο έρωτας που γνωρίζει στο πρόσωπο ενός δασκάλου. Η πρωταγωνίστρια είναι μια υπερήφανη κοπέλα, που διχάζεται ανάμεσα στην απελπισία, στη συνειδητοποίηση ότι δεν υπάρχει σωτηρία, και στη “χαρά του έρωτα” που συνάντησε αναπάντεχα στην «πολιτεία των λεπρών».

Το νησί των σημαδεμένων: Σπιναλόγκα – Η Άρρωστη Πολιτεία – 1933 

Του Θέμου Κορνάρου (1906 – 1970)

Στον υποβλητικό βράχο της Σπιναλόγκας περπάτησαν, ερωτεύτηκαν, μαρτύρησαν και επιβίωσαν για μισό περίπου αιώνα, άνθρωποι που προέρχονταν από την «απέναντι όχθη», θύματα μιας ολόκληρης εποχής. Στο καστρόχτιστο νησί του Μεραμπέλλου, σ’ έναν χώρο ταυτισμένο με την προκατάληψη, έχτιζαν την ζωή τους από την αρχή οι εκτοπισμένοι, προσπαθώντας να ξεπεράσουν τις κοινωνικές αντιξοότητες, ώστε να προετοιμάσουν μια αξιοπρεπή αποχώρηση από τον «επίγειο παράδεισο». Ο αποκλεισμός αυτών των ανθρώπων και η καθημερινότητά τους υπήρξαν για πολλά χρόνια ζητήματα ταμπού για την ελληνική κοινωνία και την πεζογραφία της.

Δύο Έλληνες συγγραφείς, ωστόσο, τόλμησαν να θίξουν το ζήτημα της λέπρας, γράφοντας εν θερμώ δύο συγκλονιστικά κείμενα που έμειναν στην Ιστορία: Από τη μια, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, που, όπως αναφέραμε παραπάνω, δημοσίευσε την «Άρρωστη πολιτεία» το 1914, και, από την άλλη, ο Θέμος Κορνάρος, που το 1933 έδωσε στον έξω κόσμο τη δική του καταγγελτική μαρτυρία με τον τίτλο «Σπιναλόγκα».

Τα δύο αυτά κείμενα, της Καζαντζάκη και του Κορνάρου, δημοσιεύονται πρώτη φορά μαζί, ώστε να δημιουργήσουν στον αναγνώστη μια ολοκληρωμένη και ρεαλιστική εικόνα, για «Το νησί των σημαδεμένων», που συγκινεί μέχρι σήμερα όποιον το επισκέπτεται, είτε από την απέναντι ακτή, είτε μέσα από τα βιβλία.

Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας – 1985 

Του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (1927 – 2014)

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ήταν ένας σπουδαίος Κολομβιανός συγγραφέας, που θεωρείται μέχρι σήμερα ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του μαγικού ρεαλισμού, αλλά κι ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς, όχι μόνο της ισπανόφωνης, αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. («Εκατό χρόνια μοναξιά» (1967), «Το φθινόπωρο του Πατριάρχη» (1975), «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου» (1981), «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» (1985)

Το μυθιστόρημα «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» παρακολουθεί την τραγική ιστορία αγάπης ανάμεσα στον νεαρό Φλορεντίνο Αρίσα και στη συνομήλική του, Φερμίνα Δάσα, η οποία και διακόπτεται απότομα από τη σφοδρή αντίδραση του πατέρα της.

Ο Φλορεντίνο θα παραμείνει συναισθηματικά ανάπηρος σχεδόν για όλη του τη ζωή, μη μπορώντας να την ξεχάσει, ενώ αντιθέτως η Φερμίνα υποκύπτει στα θέλγητρα ενός γοητευτικού και έμπειρου γιατρού, φτιάχνει οικογένεια και εκλογικεύει την απώλεια του πρώτου άντρα στη ζωή της.

Με φόντο τις ακτές της Καραϊβικής και δαμόκλειο σπάθη την τρομερή αρρώστια της εποχής, τη χολέρα, οι δύο πρωταγωνιστές επιζούν σαν να είναι απρόσβλητοι από την επιδημία, λόγω της δύναμης με την οποία ερωτεύτηκαν και θα συναντηθούν μόνον όταν ο σύζυγος της Φερμίνα πεθάνει και το πεδίο για τον Φλορεντίνο είναι και πάλι ελεύθερο.

«Ήταν αναπόφευκτο: η μυρωδιά από πικραμύγδαλα του θύμιζε άτυχους έρωτες. Ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο την ένιωσε από τη στιγμή που μπήκε μες στο σκοτεινό ακόμα σπίτι, όπου είχε τρέξει βιαστικά για ν’ ασχοληθεί με μια περίπτωση που από χρόνια είχε πάψει να είναι επείγουσα. Ο Χερεμία δε Σαιντ Αμούρ, πρόσφυγας από τις Αντίλλες, ανάπηρος από τον πόλεμο, φωτογράφος για παιδιά κι ο πιο πονετικός του αντίπαλος στο σκάκι, είχε ξεφύγει μια για πάντα από τα βασανιστήρια της μνήμης, με αναθυμιάσεις από υδροκυανιούχο χρυσό.

Βρήκε το πτώμα σκεπασμένο με μια κουβέρτα, στο ράντσο που κοιμόταν πάντα, κοντά σ’ ένα σκαμνί με μια μικρή λεκάνη που ο νεκρός είχε μεταχειριστεί για να εξατμίσει το δηλητήριο. Στο πάτωμα, δεμένο στο πόδι του ράντσου, βρισκόταν το ξαπλωμένο σώμα ενός μεγάλου μαύρου δανέζικου σκύλου με χιονάτο στήθος κι από κοντά οι πατερίτσες. Το δωμάτιο, που χρησίμευε για κρεβατοκάμαρα και εργαστήριο ταυτόχρονα, πνηγηρό και στενάχωρο, μόλις είχε αρχίσει να φωτίζεται από τη λάμψη της αυγής μέσα από τ’ ανοιχτό παράθυρο, αλλά το φως ήταν αρκετό για ν’ αναγνωρίσει την εξουσία του θανάτου».

Περί τυφλότητος – 1995

Του Ζοζέ Σαραμάγκου (1922-2010)

Ένας άνθρωπος χάνει ξαφνικά το φως του. Τα περιστατικά αιφνίδιας τύφλωσης κλιμακώνονται και η κυβέρνηση αποφασίζει να βάλει σε καραντίνα τους τυφλούς. Ο Πορτογάλος συγγραφέας, Zοζέ Σαραμάγκου, έχει υπολογίσει, με γραφειοκρατική ακρίβεια, όλα όσα θα μπορούσαν να συμβούν σ’ έναν κόσμο που χάνει την όρασή του. Για πόσο καιρό η κίνηση στους δρόμους θα είναι ομαλή; Για πόσο καιρό θα επαρκούν τα τρόφιμα για τις πεινασμένες ορδές; Πόσος χρόνος χρειάζεται για να καταρρεύσει η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, αερίου και νερού; Τι θ’ απογίνουν τα κατοικίδια; Oι σεξουαλικοί φραγμοί; Πόσοι τυφλοί φτιάχνουν μια τυφλότητα;

Σε έναν κόσμο τυφλών, τι θα έκανες αν έβλεπες;

Kαι τέλος:

Ο Λοιμός – 1972 

Του Αντρέα Φραγκιά (1921- 2002)

Ο Λοιμός χαρακτηρίστηκε ως μία από τις ευτυχείς στιγμές της μεταπολεμικής πεζογραφίας και γι’ αυτό θεωρείται το σημαντικότερο έργο του Αντρέα Φραγκιά, χάρη στην απλή γλώσσα και την εκφραστική του λιτότητα, αναδεικνύοντας τη σύγκρουση ανάμεσα στην απρόσωπη εξουσία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

«Οι μύγες και οι πέτρες είναι λοιπόν δυο βασικά στοιχεία της φύσης. Μ’ αυτά τα δύο μετριέται η ζωή σου την ημέρα. Το νύχτα, το μέτρο αλλάζει. Έτσι γινόταν -λες- από την αρχή του κόσμου. Πέτρες και μύγες. Όλα σου τα χρόνια κουβαλούσες πέτρες και μάζευες μύγες. Θα πεθάνεις απλώνοντας το χέρι να χουφτιάσεις μια που σου ξεφεύγει. Για να λιγοστέψεις έτσι το χρέος σου πάνω στη Γη. Στη μερίδα σου καταγράφονται πόσες μύγες έχεις πιάσει σ’ όλη σου τη ζωή, πόσες φορές σου έχει πέσει η πέτρα από τα χέρια κι η ολοφάνερη απροθυμία σου να φωνάξεις από το βουνό, πως είσαι ένα χαμένο και γελοίο υποκείμενο. Όλοι οι άνθρωποι, όπου κι αν βρίσκονται, αγωνίζονται την ημέρα με τις μύγες και το βράδυ με τον φόβο. Τα χρέη διπλασιάζονται, οι λογαριασμοί έχουν ανέβει πάρα πολύ και κανένας δεν ξέρει ακριβώς πόσα χρωστάει κι αν είναι απόψε η δικιά σου νύχτα. Αλλά και να μάθεις σήμερα πόσες μύγες χρωστάς, αύριο θα είναι αλλιώς, αφού από ώρα σε ώρα μπορεί να αυξηθεί κάποιο υπόλοιπο. Πόσο αξίζει τάχα μία μύγα;». 

Graffito – 2009

Του Παύλου Μάτεσι (1933 – 2013)

Αν παρουσιαστεί στη Bουλή αιφνίδια θανατηφόρα, μεταδοτική ασθένεια;

Aν, για να εμποδίσει εξάπλωση του λοιμού, η Xωροφυλακή χτίσει πόρτες και παράθυρα της Bουλής, μεταφέρει συγγενείς των πολιτικών και δωρολήπτες στην πλατεία της και πραγματοποιήσει ολοκαύτωμα;

Aν ορισμένα πτηνά από τη Bουλή, που θα ανέλθουν «ψηλά», μεταδώσουν το μίασμα σε ουράνια πλάσματα; Aν τα αγάλματα βγουν γαλήνια από τα μουσεία και ζητήσουν ένα ποτήρι νερό;

Kαι εάν ο πολίτης θεάται και τα μετέπειτα έργα του λοιμού: την πρωτεύουσα μεταποιημένη σε επίπεδη, ανθηρή πεδιάδα, όπου οι κάτοικοι (πρώην 6 εκατομμύρια, τώρα 6 χιλιάδες) ευτυχούν πλέον, και όλα τα ανωτέρω τα δουν ως happy end και αποφασίσουν ότι: Bουλή, Nόμοι, Kράτος, τούς είναι περιττά;

Πηγή: neolaia.gr

 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News