Green Economy Κυριακή 16/01/2022, 16:00
GREEN ECONOMY

McKinsey στο «Κ-Επιχειρείν»: Ο δρόμος της Ελλάδας προς τις μηδενικές εκπομπές

McKinsey στο «Κ-Επιχειρείν»: Ο δρόμος της Ελλάδας προς τις μηδενικές εκπομπές

Κεφάλαια της τάξης των 500 δισ. ευρώ ή 16,6 δισ. ετησίως θα πρέπει να επενδυθούν έως το 2050 στο πλαίσιο του στόχου της Ελλάδας να μειώσει τις εκπομπές άνθρακα κατά 55% έως το 2030, σύμφωνα με έρευνα της McKinsey, η οποία παρουσιάστηκε στην ειδική έκδοση της Καθημερινής, «Κ-Επιχειρείν». Στην έρευνα, την οποία υπογράφουν οι Γιώργος Δ. Τσόπελας, πρόεδρος και CEO της McKinsey Ελλάδας, Λευτέρης Χαραλάμπους, Partner της McKinsey Ελλάδας και επικεφαλής του κλάδου Ενέργειας και Βιομηχανίας και Λουκάς Ζιώμας, Partner της McKinsey Μέσης Ανατολής, σημειώνεται ότι η μετάβαση θα επιφέρει αλλαγή και στο οικονομικό μοντέλο της χώρας, το οποίο θα απαιτήσει υψηλές επενδύσεις στην αρχή, αλλά με μειωμένο λειτουργικό κόστος στη συνέχεια.

Η κλιματική αλλαγή αποτελεί ήδη κομμάτι της καθημερινότητάς μας και τη βιώνουμε στην Ελλάδα με την εμφάνιση πολλαπλών ακραίων φαινομένων, όπως βαριές χιονοπτώσεις, πλημμύρες και φωτιές μεγάλης κλίμακας. Ο κίνδυνος για καταστροφικά καιρικά φαινόμενα αποτελεί μέρος της νέας πραγματικότητας, καθώς η πιθανότητα εμφάνισης αυτών των ακραίων φαινομένων –tail events– έχει αυξηθεί κατά 75 φορές τα τελευταία 15 χρόνια σε σχέση με τα προηγούμενα 30 χρόνια, ενώ αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω έως το 2050. Επιστημονικά στοιχεία δείχνουν ότι, για να αποφευχθούν σοβαρότερες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, η μέση άνοδος της θερμοκρασίας της Γης πρέπει να περιοριστεί στον 1,5°C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα.

Στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Παρισιού, η Ελλάδα έχει δεσμευτεί να μειώσει τις εκπομπές άνθρακα κατά 55% έως το 2030 (με έτος αναφοράς το 1990) και να επιτύχει ουδετερότητα άνθρακα έως το 2050. Οι δεσμεύσεις αυτές αποτελούν και σημείο αναφοράς των πολιτικών και του αφηγήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), με την Ελλάδα να είναι στη διαδικασία χάραξης των απαιτούμενων εθνικών πολιτικών και στρατηγικών [π.χ. Εθνικό Σχέδιο Ενέργειας και Κλίματος (ΕΣΕΚ), Κλιματικός Νόμος] για την επίτευξη αυτών των φιλόδοξων στόχων.

Με τη σωστή προετοιμασία, αποφασιστικές ενέργειες και προσήλωση στην αντιμετώπιση των προκλήσεων που θα φέρει η μετάβαση, η Ελλάδα μπορεί να πετύχει τον στόχο για το 2030, εστιάζοντας την προσοχή στις πιο οικονομικά ελκυστικές και ώριμες τεχνολογίες, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) και τα ηλεκτρικά οχήματα, και επενδύοντας σε πιο καινοτόμες τεχνολογίες, για να προετοιμαστεί η περαιτέρω μείωση μέχρι το 2050. Η μείωση των εκπομπών μπορεί να επιτευχθεί σε κάθε κλάδο με διαφορετικό ρυθμό και δράσεις, λαμβάνοντας υπόψη την εκάστοτε δυναμική. Παράλληλα, η διαχείριση της ζήτησης σε ενέργεια, μέσω αλλαγών στις καταναλωτικές συμπεριφορές, είναι ζωτικής σημασίας.

Η μετάβαση θα επιφέρει αλλαγή και στο οικονομικό μοντέλο της χώρας, το οποίο θα απαιτήσει υψηλές επενδύσεις στην αρχή, αλλά με μειωμένο λειτουργικό κόστος στη συνέχεια. Κεφάλαια της τάξης των 500 δισ. ευρώ ή 16,6 δισ. ετησίως θα πρέπει να επενδυθούν έως το 2050: 425 δισ. (ή κατά μέσο όρο 14 δισ. ετησίως), τα οποία θα επενδύονταν σε υφιστάμενες τεχνολογίες, και 75 δισ. (ή κατά μέσο όρο 2,5 δισ. ετησίως) –περίπου το 1% του ΑΕΠ της Ελλάδας– πρόσθετων επενδύσεων σε πράσινες τεχνολογίες. Αυτές οι πρόσθετες επενδύσεις που θα απαιτηθούν, υπολογίζεται πως θα αποσβεστούν σε ένα μεγάλο ποσοστό μέχρι το 2050, λόγω της μείωσης του λειτουργικού κόστους.

H Ελλάδα έχει μια μεγάλη ευκαιρία να αποκομίσει οφέλη από τις επενδύσεις που απαιτούνται, εκμεταλλευόμενη ευκαιρίες ανάπτυξης σε κλάδους που σχετίζονται με τις αλυσίδες εφοδιασμού των νέων τεχνολογιών, όπως η παραγωγή πράσινου υδρογόνου, η ηλεκτροκίνηση και τα υπεράκτια αιολικά πάρκα.

Το ενεργειακό σύστημα της χώρας θα μετασχηματιστεί, επηρεάζοντας κάθε κλάδο, επιχείρηση και πολίτη. Αν και η επίτευξη των στόχων είναι τεχνολογικά δυνατή, θα χρειαστούν άμεσες και πολύ αποφασιστικές παρεμβάσεις και ενέργειες για τα επόμενα αρκετά χρόνια, ώστε να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει ο κάθε κλάδος.

Όπως όμως γίνεται πλέον ευρέως αντιληπτό, με τις τρέχουσες εξελίξεις των τιμών στη διεθνή αγορά ενέργειας, η πορεία αυτή συνοδεύεται και από αβεβαιότητα, για παράδειγμα στο κόστος και στη διαθεσιμότητα υλικών στη μεταβατική περίοδο των επόμενων 5-10 ετών, η οποία θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με διαρθρωτικές αλλαγές και πρωτοβουλίες, όπως μεγαλύτερα και διαφοροποιημένα αποθέματα ενέργειας, δικλίδες ασφαλείας στα συστήματα αλλά και αλλαγές στη δομή και στον τρόπο λειτουργίας των αγορών. Για την ομαλή μετάβαση στη νέα κατάσταση, απαιτείται συντονισμένη κινητοποίηση τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα και κίνητρα για παρεμβάσεις και επενδύσεις, καθώς και μια εκστρατεία ενημέρωσης της κοινής γνώμης για την κλιματική αλλαγή και ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο πολύ προσεκτικό σχεδιασμό πολιτικών και θεσμικών παρεμβάσεων.

Θα είναι κρίσιμο να γίνουν στρατηγικές επενδύσεις σε νεότερες τεχνολογίες ήδη από τώρα, όπως η δέσμευση, η χρήση και η αποθήκευση άνθρακα (CCUS), το πράσινο υδρογόνο και τα βιοκαύσιμα. Όμως, ο ετεροχρονισμός μεταξύ των επενδύσεων και της απόδοσης που αυτές θα φέρουν δημιουργεί την ανάγκη για ένα πλαίσιο προώθησης και διευκόλυνσης των επενδύσεων αυτών, αλλά και λύσεις στα διαρθρωτικά ζητήματα των κλάδων – για παράδειγμα ρυθμιστικά / αδειοδοτικά θέματα, εισαγωγή κριτηρίων βιωσιμότητας στα δημόσια έργα / συμβάσεις.

Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από τη μελέτη «Net Zero Greece», που εκπονήθηκε από τη McKinsey Ελλάδος. Η μελέτη χρησιμοποιεί τη μεθοδολογία Net Zero, που έχει αναπτύξει εξειδικευμένη ομάδα εμπειρογνωμόνων της McKinsey διεθνώς σε θέματα Βιωσιμότητας και Advanced Analytics και η οποία έχει ήδη εφαρμοστεί σε 20+ χώρες / περιοχές παγκοσμίως. Η μεθοδολογία αυτή αναλύει τεχνικοοικονομικά τις επιμέρους δράσεις απανθρακοποίησης για όλη την οικονομία, αναδεικνύει τη βέλτιστη πορεία προς μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2050 και αξιολογεί τις συνέπειες, τα ρίσκα και τις ευκαιρίες που δημιουργούνται για τη χώρα. Η πλήρης μελέτη περιλαμβάνει την αποτύπωση των σημερινών εκπομπών της χώρας, εναλλακτικά σενάρια απανθρακοποίησης σε επίπεδο χώρας και κλάδων της οικονομίας, κοινωνικοοικονομικές συνέπειες από τη μετάβαση αλλά και προτάσεις για περιοχές οικονομικής ανάπτυξης στο πλαίσιο των νέων τεχνολογιών. Η μελέτη δεν λαμβάνει υπόψη πιθανές πολιτικές ή κίνητρα που μπορεί να εφαρμοστούν ούτε επιχειρεί να προβλέψει το τι θα γίνει στη χώρα. Αντίθετα, λαμβάνοντας υπόψη μόνο θεμελιώδη τεχνικοοικονομικά στοιχεία, στοχεύει να δημιουργήσει μια αντικειμενική σύνθεση δεδομένων, η οποία μπορεί να αποτελέσει τη βάση συζήτησης για τις πολιτικές προώθησης της ενεργειακής μετάβασης και απανθρακοποίησης.

Η McKinsey Ελλάδος, έχοντας θέσει τη Βιωσιμότητα ως πρώτη προτεραιότητα, ηγήθηκε αυτής της προσπάθειας μέσω της τοπικής ομάδας Βιωσιμότητας, η οποία και υποστηρίζει τους πελάτες της εταιρείας σε στρατηγικά και λειτουργικά θέματα βιωσιμότητας, και επιμελήθηκε, στο πλαίσιο της παρούσας δημοσίευσης, την παρακάτω σύνοψη των βασικών στοιχείων και συμπερασμάτων της μελέτης.

Προφίλ και εξέλιξη των εκπομπών άνθρακα στην Ελλάδα

Η Ελλάδα έχει δεσμευτεί να μειώσει τις εκπομπές της σε αέρια θερμοκηπίου (Green House Gases –GHG– που για απλοποίηση θα αναφέρονται ως εκπομπές άνθρακα) κατά 55% έως το 2030 (με έτος αναφοράς το 1990) και να επιτύχει ουδετερότητα καθαρών εκπομπών άνθρακα έως το 2050, ξεκινώντας από συνολικές εκπομπές 85 MtCO2e. Λαμβάνοντας υπόψη αυτή την απαιτούμενη μείωση και χρησιμοποιώντας τη μεθοδολογία Net Zero, στο πλαίσιο της μελέτης που εκπονήθηκε εξετάζονται όλοι οι κλάδοι της ελληνικής οικονομίας οι οποίοι παρουσιάζουν δομικές διαφορές σε σχέση με τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς. Αυτές οι δομικές διαφορές είναι αναγκαίο να αξιολογηθούν πριν από τον σχεδιασμό και την πρόταση πιθανών λύσεων.

Κατανομή εκπομπών άνθρακα στην ελληνική οικονομία

Οι συνολικές εγχώριες εκπομπές άνθρακα της Ελλάδας ανήλθαν σε 85,5 MtCO2e το 2019  σε σχέση με 101 MtCO2e το 1990, με σχετική συγκέντρωση σε τρεις κλάδους της οικονομίας αλλά και σε συγκεκριμένες δραστηριότητες σε κάθε κλάδο. 

Συγκεκριμένα, η πλειονότητα των εκπομπών της χώρας –περίπου 80%– προήλθε από τρεις κλάδους της οικονομίας: ηλεκτρισμός, βιομηχανία και μεταφορές. Ο κλάδος του ηλεκτρισμού αντιπροσωπεύει σχεδόν το ένα τρίτο των εκπομπών (27,3 MtCO2e), η βιομηχανία περίπου το ένα τέταρτο (21,5 MtCO2e) από πηγές όπως η παραγωγή τσιμέντου, η διύλιση πετρελαίου και τα αέρια ψύξης (π.χ. υδροφθοράνθρακες και άλλα πολύ επιβλαβή αέρια θερμοκηπίου) και τέλος οι μεταφορές περίπου το ένα πέμπτο (17,8 MtCO2e εκπομπών) με το 80% αυτών να προέρχεται από τις οδικές μεταφορές.

Το υπόλοιπο 20% των συνολικών εκπομπών προέρχεται από τη γεωργία / κτηνοτροφία (8,4 MtCO2e), τα κτίρια (5,4 MtCO2e) και τη διαχείριση αποβλήτων (5,0 MtCO2e). Πάνω από το μισό των εκπομπών γεωργίας / κτηνοτροφίας σχετίζονται με ζώα (π.χ., εντερική ζύμωση, διαχείριση κοπριάς). Οι περισσότερες εκπομπές στον τομέα των κτιρίων προέρχονται από τις ανάγκες θέρμανσης (φυσικό αέριο, πετρέλαιο). Τέλος, οι εκπομπές από τη διαχείριση αποβλήτων σχετίζονται με το γεγονός ότι περίπου το 80% των αποβλήτων στην Ελλάδα εναποτίθενται σε χώρους υγειονομικής ταφής, όπου απελευθερώνουν μεθάνιο, ένα εξαιρετικά ισχυρό αέριο θερμοκηπίου.

Από την άλλη μεριά, η χρήση γης και η δασοπονία (LULUCF – Land Use, Land Use Change and Forestry) απορρόφησε 3,5 MtCO2e εκπομπών το 2019, με αποτέλεσμα οι καθαρές εκπομπές της χώρας να περιοριστούν σε 82,0 MtCO2e.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εκπομπές από διεθνείς θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές της Ελλάδας, που για το 2019 έφτασαν τους 12,5 MtCO2e, δεν ρυθμίζονται επί του παρόντος στη Συμφωνία του Παρισιού, παρόλο που είναι πολύ σημαντικές για την Ελλάδα και θα πρέπει να αποτελέσουν κομμάτι της συνολικής προσπάθειας.

Εξέλιξη εκπομπών στην Ελλάδα σε σύγκριση με την Ε.Ε.

Η εξέλιξη των εκπομπών στην Ελλάδα ακολούθησε σε γενικές γραμμές την αντίστοιχη πορεία της Ε.Ε. μέχρι την ελληνική κρίση του 2008, οπότε η συρρίκνωση της οικονομίας έγινε πολύ πιο γρήγορα από την αντίστοιχη απανθρακοποίηση. Παράλληλα, η κατανομή των εκπομπών αντικατοπτρίζει τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας σε όλους τους κλάδους και ιδιαίτερα στον ηλεκτρισμό, στη βιομηχανία, στις μεταφορές και στα κτίρια.

Από το 1990 έως το 2005, η οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα προκάλεσε αύξηση των εκπομπών κατά 2% ετησίως. Από την έναρξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κρίσης χρέους στην Ελλάδα, το 2008, οι εκπομπές στην Ελλάδα μειώθηκαν τρεις φορές ταχύτερα από τον μέσο όρο της Ε.Ε., κυρίως μέσω της μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας και της συρρίκνωσης της οικονομίας. Ωστόσο, η ένταση εκπομπών στην οικονομία –0,6 kg CO2e εκπομπών άνθρακα της χώρας ανά ευρώ του ΑΕΠ το 2019– εξακολουθεί να είναι διπλάσια από τον μέσο όρο και από τις υψηλότερες σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. Η υψηλή αυτή τιμή είναι αποτέλεσμα της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης και της σημαντικής συρρίκνωσης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Σε περίπτωση ανάκαμψης και επιστροφής του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στα επίπεδα προ κρίσεως, η διαφορά αυτή θα μειωθεί κατά περίπου ένα τρίτο.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η κατανομή των εκπομπών στους κλάδους της οικονομίας στην Ελλάδα ακολουθεί σε γενικές γραμμές τον μέσο όρο της Ε.Ε. Ωστόσο παρατηρούνται κάποιες σημαντικές διαφορές είτε σε επίπεδο κλάδου είτε σε επίπεδο δραστηριοτήτων των βασικών κλάδων. 

Από την παραγωγή ενέργειας οι υψηλότερες εκπομπές ρύπων

Ο ηλεκτρισμός αντιπροσωπεύει μεγαλύτερο ποσοστό εκπομπών σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε. (32% στην Ελλάδα σε σχέση με 24% στην Ε.Ε.) λόγω της σημαντικής παρουσίας ορυκτών καυσίμων στο μείγμα παραγωγής (~70% το 2019), με τον τοπικό λιγνίτη –ένα καύσιμο με μεγάλη ένταση εκπομπών που φτάνει και 2 τόνους CO2 ανά Μεγαβατώρα (MWhr)– να κατέχει σημαντικό μερίδιο, ενώ στην Ε.Ε. η διείσδυση του λιγότερο ρυπογόνου φυσικού αερίου είναι υψηλότερη. Ταυτόχρονα, η διείσδυση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) περιορίζεται σε μικρή συμμετοχή στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, σε αντίθεση με άλλες χώρες της Ε.Ε. που έχουν μεγαλύτερη συμμετοχή ΑΠΕ και πυρηνικής ενέργειας σε αυτόν τον κλάδο. Ήδη από το 2019 μέχρι σήμερα, η μειωμένη συμμετοχή των λιγνιτικών μονάδων στο μείγμα παραγωγής έχει εν μέρει απομειώσει τη διαφορά.

Εκπομπές από τις μεταφορές και τη διαχείριση αποβλήτων

Όσον αφορά τον κλάδο των μεταφορών, ενώ οι εκπομπές στην Ελλάδα είναι στα ίδια επίπεδα με τον μέσο όρο της Ε.Ε., οι οδικές μεταφορές στην Ελλάδα καταλαμβάνουν μεγαλύτερο ποσοστό, ιδιαίτερα στο κομμάτι των επιβατικών αυτοκινήτων, λόγω και του σημαντικά παλαιότερου στόλου ιδιωτικών αυτοκινήτων της χώρας. Στον κλάδο διαχείρισης των αποβλήτων το ποσοστό εκπομπών είναι περίπου διπλάσιο από τον μέσο όρο της Ε.Ε., λόγω των χαμηλών ποσοστών ανακύκλωσης και παραγωγής ενέργειας από απόβλητα.

Λίγοι οι ρύποι από κτίρια λόγω ηπιότερου κλίματος

Από την άλλη, ο κλάδος των κτιρίων αντιπροσωπεύει χαμηλό ποσοστό εκπομπών στην Ελλάδα σε σχέση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές τιμές, κυρίως λόγω του ηπιότερου κλίματος της χώρας, το οποίο συνεπάγεται μειωμένες ανάγκες ενέργειας για θέρμανση.

Βέλτιστη πορεία προς μηδενικές καθαρές εκπομπές στη χώρα

Η Ελλάδα μπορεί να πετύχει τον στόχο μείωσης καθαρών εκπομπών άνθρακα κατά 55% μέχρι το 2030, εστιάζοντας την προσοχή σε πιο οικονομικά ελκυστικές και ώριμες τεχνολογίες, όπως οι ΑΠΕ και τα ηλεκτρικά οχήματα, και επενδύοντας σε πιο καινοτόμες τεχνολογίες για να προετοιμαστεί η περαιτέρω μείωση μέχρι τις μηδενικές καθαρές εκπομπές έως το 2050. Παράλληλα, η διαχείριση της ζήτησης μέσω αλλαγών στις καταναλωτικές συμπεριφορές είναι ζωτικής σημασίας και μπορεί να συμβάλει στους παραπάνω στόχους.

Η βέλτιστη πορεία μείωσης προς τους στόχους απανθρακοποίησης –λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά και οικονομικά δεδομένα όλων των πιθανών δράσεων απανθρακοποίησης– μεταφράζεται σε διαφορετικό ρυθμό και δράσεις για κάθε κλάδο της οικονομίας, με βάση τη δυναμική κάθε κλάδου, επιφέροντας όμως ταυτόχρονα σημαντικές αλλαγές σε αυτούς. Καθώς όμως η αβεβαιότητα είναι μεγάλη, είναι κρίσιμο να γίνουν στρατηγικές επενδύσεις σε νεότερες τεχνολογίες, όπως η δέσμευση, η χρήση και η αποθήκευση άνθρακα (CCUS), το πράσινο υδρογόνο και τα βιοκαύσιμα.

Επίτευξη μηδενικών καθαρών εκπομπών μέχρι το 2050

Για να επιτευχθούν μηδενικές καθαρές εκπομπές μέχρι το 2050, η Ελλάδα θα πρέπει να μειώσει τις καθαρές εκπομπές της κατά 86 MtCO2e – 82 MtCO2e, που αντιστοιχούν στο έτος βάσης 2019 και περίπου 4 MtCO2e, υποθέτοντας αύξηση ενός σεναρίου αδράνειας (business-as-usual) μέχρι το 2050.

Η μείωση εκπομπών θα πρέπει να περιλαμβάνει έναν συνδυασμό δράσεων που αφορούν τόσο την κατανάλωση (δηλαδή τη μείωση της ζήτησης για ενέργεια) όσο και την παραγωγή (δηλαδή τη χρήση «καθαρών» πηγών ενέργειας). Στο πλαίσιο της ανάλυσης αυτής, η μείωση της κατανάλωσης έχει ενσωματωθεί στην εκτίμηση της εξέλιξης των εκπομπών στο σενάριο αδράνειας. Για την παραγωγή έχουν αξιολογηθεί όλες οι πιθανές δράσεις μείωσης εκπομπών, είτε αυτές σχετίζονται με άμεσα διαθέσιμες και ώριμες τεχνολογίες / λύσεις είτε με τεχνολογίες που βρίσκονται ακόμα σε στάδιο ανάπτυξης (εκτιμώντας σύμφωνα με το παρόν στάδιο ωριμότητας τον χρόνο εφαρμογής τους) με τη μέθοδο των καμπυλών μείωσης εκπομπών (abatement curves). Οι καμπύλες αυτές οδηγούν στην προτεραιοποίηση σε κάθε χρονική στιγμή των δράσεων σύμφωνα με το συνολικό κόστος απομείωσης εκπομπών (ευρώ ανά τόνο CO2 που απομειώνεται), ενώ εκτιμούν και τη συνολική απομείωση που μπορεί να επιφέρει η κάθε δράση. Δράσεις με αρνητική τιμή φέρνουν καθαρό όφελος. Έτσι διαμορφώνεται το βέλτιστο μείγμα δράσεων για επίτευξη των στόχων απομείωσης με το ελάχιστο για τη χώρα κόστος μέχρι το 2050.

Στην πορεία που αναδεικνύεται ως βέλτιστη για τη χώρα, η μείωση συμβαίνει σε κάθε τομέα, με τους περισσότερους να φθάνουν σε πλήρη ή σχεδόν πλήρη απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα μέχρι το 2050. 

Στον πρώτο ορίζοντα (2021-30), η μείωση θα προέλθει κυρίως από τον κλάδο του ηλεκτρισμού, λόγω της ωριμότητας των απαιτούμενων τεχνολογιών (διάφορες μορφές ΑΠΕ), μειώνοντας τις εκπομπές του κλάδου κατά 74% μέχρι το 2030 σε σχέση με το 2019. Σημαντική μείωση, που αγγίζει το 50% σε σχέση με το 2019, παρατηρείται και στους κλάδους των κτιρίων –με τον εξηλεκτρισμό της θέρμανσης με αντλίες θερμότητας– και της διαχείρισης αποβλήτων – με την αύξηση της ανακύκλωσης αλλά και της παραγωγής ενέργειας από απόβλητα (waste to energy). Αντίθετα, οι κλάδοι της γεωργίας / κτηνοτροφίας, μεταφορών και βιομηχανίας μπορούν να απομειώσουν τις εκπομπές τους μόνο κατά 13-37%, λόγω του υψηλού κόστους των λύσεων που απαιτούνται για απομείωση εκπομπών σε μεγαλύτερη κλίμακα. Για παράδειγμα, σημαντικό κομμάτι των εκπομπών της βιομηχανίας που σχετίζονται με την παραγωγή τσιμέντου και τη διύλιση πετρελαιοειδών απαιτούν δέσμευση, χρήση και αποθήκευση άνθρακα (CCUS), χρήση πράσινου υδρογόνου, ενώ στις μεταφορές, ο σχετικά αργός ρυθμός ανανέωσης του ρυπογόνου στόλου ιδιωτικών αυτοκινήτων (χωρίς επιπρόσθετα κίνητρα) καθυστερεί την απομείωση.

Στον δεύτερο ορίζοντα (2031-50), η εισαγωγή νέων τεχνολογιών (π.χ. αποθήκευση ενέργειας, CCUS, ανάπτυξη χρήσης γης) επιταχύνει την απoμείωση εκπομπών σε όλους τους κλάδους, φτάνοντας τις μηδενικές καθαρές εκπομπές μέχρι το 2050 και με τη συνεισφορά επιπλέον 5 MtCO2e απορρόφησης εκπομπών σε σχέση με το 2019, με την ανάπτυξη χρήσης γης και δασοπονίας (LULUCF).

Η πορεία αυτή θα επιφέρει σημαντικές αλλαγές στο σύνολο του οικονομικού μοντέλου της χώρας, αλλά και στη δομή και στα χαρακτηριστικά όλων των κλάδων της ελληνικής οικονομίας. 

Αιχμή του δόρατος οι έξι νέες τεχνολογίες

Έξι τεχνολογίες μπορούν σε βάθος χρόνου να επιτύχουν το 80% της μείωσης των εκπομπών, για τις εκπομπές που δεν μπορούν να απομειωθούν με πιο οικονομικές δράσεις: Η ηλεκτροδότηση της ενεργειακής ζήτησης (39%), η αντικατάσταση των κινητήρων εσωτερικής καύσης με ηλεκτρικά αυτοκίνητα (15%), η χρήση του υδρογόνου –μπλε και σταδιακά πράσινο (10%)–, η προσαρμογή της χρήσης γης και των δασικών δραστηριοτήτων (6%), η ενεργειακή απόδοση κτιρίων και βιομηχανιών (5%) και η δέσμευση, χρήση και αποθήκευση άνθρακα (CCUS) (5%) για τις εκπομπές που δεν μπορούν να απομειωθούν με πιο οικονομικές δράσεις.

Το σύστημα ενέργειας με μηδενικές εκπομπές

Η πορεία προς μηδενικές καθαρές εκπομπές απαιτεί μετασχηματισμό του εγχώριου ενεργειακού συστήματος από τη σημερινή εξάρτηση στα ορυκτά καύσιμα προς την παραγωγή ενέργειας από «καθαρές πηγές ενέργειας», όπως ΑΠΕ και βιομάζα, και την εισαγωγή του πράσινου υδρογόνου για τις πιο απαιτητικές ενεργειακές χρήσεις, όπως οι βαριές μεταφορές και ορισμένα τμήματα της βιομηχανίας. 

Το 2019, περίπου το 88% της ενέργειας της Ελλάδας προερχόταν από ορυκτά καύσιμα – λιγνίτη, πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Μέχρι το 2050, οι ΑΠΕ θα καταλαμβάνουν το 85% του ενεργειακού μείγματος και η βιομάζα το 8%, με τα ορυκτά καύσιμα να περιορίζονται στο 6%. Καθώς αλλάζει το μείγμα, αλλάζει και η συνολική ποσότητα ενέργειας που παράγεται, καθώς ο εξηλεκτρισμός φέρνει παράλληλα και σημαντικά μεγαλύτερη ενεργειακή απόδοση.

Ο κλάδος του ηλεκτρισμού βρίσκεται στο κέντρο της ενεργειακής μετάβασης τόσο με τη δυνατότητα επίτευξης αποτελεσμάτων νωρίτερα από τους άλλους κλάδους, όσο και με τον κομβικό ρόλο που θα διαδραματίσει στο ενεργειακό σύστημα μηδενικών εκπομπών. Θα μειώσει σημαντικά τις εκπομπές άνθρακα της χώρας με την απόσυρση των μονάδων παραγωγής με λιγνίτη και αναπτύσσοντας ΑΠΕ (συνδυασμός φωτοβολταϊκών και αιολικών). Το φυσικό αέριο θα διασφαλίσει την ενεργειακή επάρκεια της χώρας στη μεταβατική περίοδο ανάπτυξης των ΑΠΕ. Η μεταβατική περίοδος αυτή, όπως έχει ήδη διαφανεί από την πρόσφατη κρίση τιμών στην αγορά ενέργειας, πολύ πιθανόν να χαρακτηρίζεται από μεγάλη αβεβαιότητα τόσο σε θέμα διαθεσιμότητας ποσοτήτων όσο και πρόβλεψης τιμών βασικών αγαθών, κάνοντας επιτακτική την ανάγκη για αντίστοιχες προβλέψεις στις μελέτες επάρκειας του ενεργειακού συστήματος της χώρας. Τελικά, το ποσοστό παραγωγής από ΑΠΕ θα αυξηθεί και θα φτάσει πάνω από 95% έως το 2050 – με ένα δυναμικό και στοχαστικό μείγμα εγκατεστημένης ισχύος που θα απαιτεί σημαντική ευελιξία και στρατηγικά αποθέματα για διασφάλιση της σταθερότητας του συστήματος. Παράλληλα, ο κλάδος θα υπερδιπλασιαστεί σε μέγεθος, δρώντας ως καταλύτης για την απανθρακοποίηση και των άλλων κλάδων, όπως για παράδειγμα την ηλεκτροκίνηση στον κλάδο μεταφορών και γεωργίας / κτηνοτροφίας και τον εξηλεκτρισμό της θέρμανσης στα κτίρια με αντλίες θερμότητας.

Ιδιαιτερότητες της απανθρακοποίησης κάθε κλάδου

Προκειμένου να επιτευχθούν μηδενικές καθαρές εκπομπές σε επίπεδο χώρας, κάθε κλάδος της ελληνικής οικονομίας θα ακολουθήσει τη δική του πορεία, με διαφορετικό, όπως είναι αναμενόμενο, ρυθμό απανθρακοποίησης, που θα χαρακτηρίζεται από ένα μείγμα από στοχευμένες και κατάλληλα διαμορφωμένες δράσεις και σχετικές τεχνολογίες. Το σύστημα όμως είναι δυναμικό, με τις αλλαγές σε έναν κλάδο να επηρεάζουν πολλούς άλλους. Συνεπώς, απαιτείται ολιστική προσέγγιση και επαναληπτική, διαδραστική ανάλυση για τη χάραξη της βέλτιστης πορείας για το σύνολο της οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό, έχουν εντοπιστεί, πέραν των δράσεων ανά κλάδο, και διακλαδικές δράσεις για την προώθηση καινοτομίας σε κρίσιμες τεχνολογίες, όπως το πράσινο υδρογόνο και η δέσμευση, χρήση και αποθήκευση άνθρακα (CCUS).

Πρωταγωνιστικός ρόλος της ηλεκτροπαραγωγής

Έχει γίνει ήδη αναφορά για τη μεγάλη σημασία του κλάδου του ηλεκτρισμού στην πορεία προς μηδενικές καθαρές εκπομπές, τόσο λόγω του μεγάλου του μεριδίου στις συνολικές εκπομπές (1ος σε συνεισφορά κλάδος, με περίπου το ένα τρίτο των συνολικών εκπομπών), όσο και λόγω του ρόλου που έχει να παίξει στην απομείωση των εκπομπών των άλλων κλάδων μέσω εξηλεκτρισμού.

Από την ανάλυσή μας προκύπτει ότι ο συγκεκριμένος κλάδος θα πρέπει να διπλασιαστεί από 57,5 Τεραβατώρες (TWhr) το 2019 σε 115 TWhr έως το 2050, για να μπορέσει να καλύψει τις ανάγκες των άλλων κλάδων (συμπεριλαμβανομένης και της ζήτησης σε πράσινο υδρογόνο). Η άμεση ηλεκτροδότηση των μεταφορών, των κτιρίων και της βιομηχανίας θα αντιπροσωπεύει το 30% αυτής της αύξησης, με την ηλεκτροκίνηση να καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Το πράσινο υδρογόνο –για χρήση στις μεταφορές και στη βιομηχανία– θα καταλαμβάνει το 50%. – Διάγραμμα 6

Για να ανταποκριθεί με τον βέλτιστο τρόπο στην αναμενόμενη αύξηση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, επιδιώκοντας ταυτόχρονα μηδενικές εκπομπές, ο κλάδος ηλεκτρισμού θα πρέπει να πετύχει συμμετοχή ~97% των ΑΠΕ στην παραγωγή. Αυτό θα αντιπροσώπευε αύξηση της συμμετοχής κατά 2,5 φορές σε σχέση με το 26% που κατείχαν οι ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρισμού της Ελλάδας το 2019, συνδυάζοντας σε κλίμακα ηλιακή και αιολική ενέργεια.

Μέχρι το 2050, ένα ισορροπημένο μείγμα ΑΠΕ θα μπορούσε να παράγει σχεδόν το σύνολο της ετήσιας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της Ελλάδας – 121 TWhr. Πιο συγκεκριμένα, η Ελλάδα θα πρέπει να αναπτύξει ηλιακή ενέργεια (κυρίως φωτοβολταϊκά πάρκα), με εκτιμώμενη εγκατεστημένη ηλιακή ισχύ 21 GW μέχρι το 2050, που θα μπορεί να παράγει 43 TWhr ετησίως, αντιπροσωπεύοντας το 36% της συνολικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα. Επιπλέον, θα πρέπει να αναπτυχθούν χερσαία αιολικά πάρκα, με 8 GW εγκατεστημένης ισχύος μέχρι το 2050 και 15 TWhr ή 12% της παραγωγής. Τέλος, η Ελλάδα, εκμεταλλευόμενη το υπεράκτιο αιολικό δυναμικό της, το πιο πολλά υποσχόμενο στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, θα ολοκληρώσει το προφίλ των ΑΠΕ παρέχοντας ασφαλή και σχετικά σταθερή παροχή ενέργειας, η οποία θα μπορούσε να βοηθήσει στη μείωση του κόστους εξισορρόπησης. Μέχρι το 2050, η ελληνική υπεράκτια αιολική ισχύς μπορεί να φτάσει τα 11 GW και να παρέχει το 42% της παραγωγής ηλεκτρισμού.

Η απαιτούμενη ευελιξία και σταθερότητα αλλά και οι αντίστοιχες εφεδρείες ενός τόσο δυναμικού και στοχαστικού συστήματος (λόγω της πολύ υψηλής διείσδυσης σε ΑΠΕ) θα επιτευχθούν με συστήματα αποθήκευσης ενέργειας και ήδη υπάρχουσες αποσβεσμένες μονάδες ορυκτών καυσίμων (π.χ., νέες μονάδες αερίου) σε συνδυασμό με δέσμευση, χρήση και αποθήκευση άνθρακα (CCUS). Ο σχεδιασμός αυτός είναι ιδιαίτερα κρίσιμος τόσο στη μεταβατική περίοδο όσο και στην τελική μορφή του συστήματος – δηλαδή με την πολύ υψηλή διείσδυση ΑΠΕ.

Με τον μετασχηματισμό του κλάδου ηλεκτρισμού, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα όχι μόνο να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της στο κόστος ηλεκτρισμού σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε., αλλά και να αποκτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε σχέση με τις γειτονικές της χώρες. Ως αποτέλεσμα, από καθαρός εισαγωγέας ηλεκτρισμού θα μπορούσε να μετατραπεί σε εξαγωγέα ηλεκτρισμού εκμεταλλευόμενη την υψηλότερη απόδοση των φωτοβολταϊκών και το ισχυρό υπεράκτιο αιολικό δυναμικό. Η δυναμική αυτή μπορεί να μεταφραστεί σε ευκαιρία επενδύσεων 54 δισ. ευρώ με θετικό εμπορικό ισοζύγιο λόγω των εξαγωγών ηλεκτρισμού, αλλά και αύξηση της απασχόλησης με θετική συνεισφορά στο ΑΕΠ της χώρας.

Από τη βιομηχανία το 25% των εκπομών

Ο κλάδος της βιομηχανίας είναι ο 2ος μεγαλύτερος σε συνεισφορά κλάδος, αντιπροσωπεύοντας το ένα τέταρτο των συνολικών εκπομπών, με σημαντική συγκέντρωση σε δραστηριότητες που είναι δύσκολο να απαλλαχθούν από τις εκπομπές άνθρακα, όπως η παραγωγή τσιμέντου και η διύλιση πετρελαιοειδών. Η μείωση των εκπομπών άνθρακα του κλάδου της βιομηχανίας αποτελεί σημαντική πρόκληση για όλη την Ε.Ε., γιατί θα εξαρτηθεί από τεχνολογίες υψηλού κόστους και σχετικά χαμηλής ωριμότητας. Για τον λόγο αυτόν, η βιομηχανία είναι ένας από τους κλάδους που διατηρεί υπόλοιπο συνολικών εκπομπών ακόμα και το 2050 – περίπου 10% των αρχικών εκπομπών του (οι οποίες και αντισταθμίζονται με τις αρνητικές εκπομπές από LULUCF).

Σε ό,τι αφορά την κατανομή μέσα στον κλάδο, τρεις μεγαλύτερες δραστηριότητες της βιομηχανίας αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 70% των εκπομπών του κλάδου. H παραγωγή τσιμέντου αντιπροσωπεύει 5,3 MtCO2e, η διύλιση πετρελαιοειδών 4,6 MtCO2e και τα αέρια ψύξης (F-gas) 5,5 MtCO2e (π.χ. υδροφθοράνθρακες). Άλλες δραστηριότητες, όπως η παραγωγή γυαλιού και ασβέστη, τα χημικά (συμπεριλαμβανομένης της αμμωνίας) και τα μέταλλα (συμπεριλαμβανομένου του χάλυβα), αντιπροσωπεύουν άλλα 4,5 MtCO2e.

Η βέλτιστη οδός μείωσης συνδυάζει ένα ευρύ χαρτοφυλάκιο δράσεων ανάλογα με τη δραστηριότητα.  

Οι δράσεις αυτές θα μπορούσαν να μειώσουν τις ετήσιες εκπομπές κατά 90%, με κόστος μείωσης από μηδέν (για ενέργειες που περιλαμβάνονται στο σενάριο αδράνειας – Business-as-usual) μέχρι και άνω των 200 € ανά tCO2e. Για παράδειγμα, η αντικατάσταση των υδροφθορανθράκων με αέρια ψύξης και η μείωση της ζήτησης (π.χ. στον κλάδο πετρελαιοειδών λόγω αυξημένης ηλεκτροκίνησης ή στον κλάδο τσιμέντου λόγω μείωσης της περιεκτικότητας τσιμέντου στο σκυρόδεμα) είναι δράσεις με αρνητικό κόστος και μπορούν να μειώσουν τις εκπομπές κατά 10 MtCO2e μέχρι το 2050. Αντίθετα, η εφαρμογή της τεχνολογίας CCUS για τη μείωση των εκπομπών από διεργασίες που είναι δύσκολο να απανθρακοποιηθούν, όπως οι εκπομπές από τη χημική διαδικασία παραγωγής τσιμέντου, θα μπορούσε να μειώσει τις εκπομπές κατά 4,7 MtCO2 έως το 2050, με εκτιμώμενο κόστος πάνω από 100-150 € ανά tCO2e και ορίζοντα υλοποίησης σε κλίμακα μετά το 2030.

Διαφορά στις μεταφορές με την ηλεκτροκίνηση

Ο κλάδος των μεταφορών είναι ο 3ος μεγαλύτερος σε συνεισφορά κλάδος, αντιπροσωπεύοντας περίπου το ένα πέμπτο των συνολικών εκπομπών, με τις οδικές μεταφορές να αντιπροσωπεύουν περίπου το 80% αυτών των εκπομπών. Η ηλεκτροκίνηση –με ηλεκτρισμό από έναν κλάδο ηλεκτρισμού μηδενικών εκπομπών– θα αποτελέσει τη βασική δράση μείωσης εκπομπών για τον κλάδο, καλύπτοντας τις ανάγκες ελαφρών / μέσων οχημάτων.

Σε ό,τι αφορά την κατανομή μέσα στον κλάδο, οι οδικές μεταφορές αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 80% αυτών των εκπομπών, με τα επιβατικά αυτοκίνητα να παράγουν τις μισές εκπομπές των οδικών μεταφορών (7,7 MtCO2e) –ποσοστό υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε., λόγω του χαμηλότερου ποσοστού ανανέωσης στόλου των ΙΧ αυτοκινήτων–, τα φορτηγά και λεωφορεία περίπου 40% (6,6 MtCO2e), με τα δίκυκλα και τρίκυκλα οχήματα το υπόλοιπο (0,9 MtCO2e). Η εγχώρια ναυτιλία παράγει 2,2 MtCO2e ή 12% των συνολικών εκπομπών των μεταφορών και οι εγχώριες αερομεταφορές και οι σιδηρόδρομοι το υπόλοιπο.

Δύο βασικές δράσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν τις μεταφορές σε μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2050: η ηλεκτροκίνηση / εξηλεκτρισμός και τα καύσιμα μειωμένων εκπομπών (κυψέλες υδρογόνου, βιοκαύσιμα, συνθετικά καύσιμα). 

Η ηλεκτροκίνηση μπορεί να μηδενίσει τις εκπομπές για τα επιβατικά οχήματα και τα εμπορικά οχήματα μεσαίου μεγέθους. Όλα τα επιβατικά αυτοκίνητα θα πρέπει να είναι ηλεκτρικά μέχρι το 2050. Η μετάβαση αυτή θα πρέπει να επιταχυνθεί από το 2025, όταν πιθανότατα θα υπάρξει συνολική ισοτιμία κόστους ιδιοκτησίας (TCO) μεταξύ ηλεκτρικών και οχημάτων ICE. Τα φορτηγά και τα λεωφορεία θα πρέπει να αρχίσουν να ηλεκτροδοτούνται γύρω στο 2025.

Από το 2030, τα φορτηγά κυψελών καυσίμου υδρογόνου θα γίνουν πιο ανταγωνιστικά σε κόστος, επιτρέποντας στα οχήματα με βαρύτερα φορτία και μεγαλύτερες ή λιγότερο προβλέψιμες διαδρομές να τροφοδοτούνται από υδρογόνο. Η απαλλαγή της εγχώριας ναυτιλίας από τις εκπομπές άνθρακα θα απαιτήσει την εισαγωγή καυσίμων μηδενικών εκπομπών όπως το υδρογόνο, η αμμωνία και οι μπαταρίες (για πολύ μικρές αποστάσεις και πλοία). Παράλληλα, μέχρι το 2050 αναμένουμε 90% μείωση εκπομπών στην εγχώρια αεροπορία. Τα βιοκαύσιμα θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο σε αυτό τα επόμενα 10-15 χρόνια, ενώ μακροπρόθεσμα τα συνθετικά καύσιμα και τα ηλεκτρικά ή υβριδικά αεροσκάφη θα παίξουν πιο σημαντικό ρόλο. Τέλος, η ηλεκτροδότηση του σιδηροδρομικού συστήματος, σε συνδυασμό με τις μπαταρίες και το υδρογόνο, θα οδηγήσει σε σχεδόν πλήρη μείωση των εκπομπών του συγκεκριμένου κλάδου μέχρι το 2050.

Παρόλο που οι διεθνείς μεταφορές (θαλάσσιες και εναέριες) δεν εμπίπτουν στη Συμφωνία του Παρισιού, οι δραστηριότητες αυτές είναι πολύ σημαντικές για την Ελλάδα και απαιτούν στρατηγική προσέγγιση λόγω και του σημαντικού μεριδίου στη διεθνή ακτοπλοΐα. Ο International Maritime Organization (IMO) και ο International Air Transport Association (IATA) έχουν θέσει στόχους μείωσης εκπομπών άνθρακα τουλάχιστον 50% μέχρι το 2050.

Ο ρόλος της κατανάλωσης σε γεωργία και κτηνοτροφία

Ο κλάδος της γεωργίας / κτηνοτροφίας αντιπροσωπεύει περίπου το 10% των εκπομπών της χώρας. Παρά τις πιθανές δράσεις και τεχνολογίες μείωσης των εκπομπών, η πορεία προς μηδενικές εκπομπές θα εξαρτηθεί και από σημαντικές αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες. Χωρίς μείωση της κατανάλωσης σε ζωικά προϊόντα και κυρίως κόκκινο κρέας, ο κλάδος θα μπορέσει να απομειώσει τις εκπομπές μόνο κατά 65% σε σχέση με το 2019.

Η γεωργία / κτηνοτροφία εκπέμπει σήμερα 8,4 MtCO2e. Σε ό,τι αφορά την κατανομή μέσα στον κλάδο, οι δύο κυριότερες πηγές αυτών των εκπομπών, οι οποίες ευθύνονται για το 80%, είναι οι εκπομπές από τα ζώα λόγω εντερικής ζύμωσης (44% των εκπομπών του κλάδου) και οι εκπομπές που απελευθερώνονται από τα γεωργικά εδάφη (37% των εκπομπών του κλάδου). Το υπόλοιπο 20% προέρχεται από τη χρήση κοπριάς και γεωργικών μηχανημάτων. Από το 1990, οι εκπομπές της γεωργίας / κτηνοτροφίας στην Ελλάδα έχουν μειωθεί με ταχύτερους ρυθμούς από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Μεγάλο μέρος της μείωσης οφείλεται στη μείωση της χρήσης συνθετικών αζωτούχων λιπασμάτων αλλά και στη συρρίκνωση του κλάδου (και στην αντίστοιχη μείωση του πληθυσμού των ζώων εκτροφής).

Ο κλάδος θα μπορούσε να απαλλαγεί από 35% των εκπομπών άνθρακα του 2019 με ένα μεγάλο εύρος δράσεων και τεχνολογιών. Οι τρεις κυριότερες δράσεις απομείωσης αφορούν τη χρήση ηλεκτρικών γεωργικών μηχανημάτων (μείωση 0,5 MtCO2e), τη χρήση λιπασμάτων ενισχυμένης απόδοσης (μείωση 0,3 MtCO2e) και την αύξηση της περιεκτικότητας σε λιπαρά στα μείγματα ζωοτροφών, μειώνοντας έτσι τις εντερικές εκπομπές από τη ζύμωση (μείωση 0,3 MtCO2e). Το υπόλοιπο 1,7 MtCO2e μπορεί να προέλθει από τη βελτιστοποίηση της εφαρμογής των λιπασμάτων, τη μείωση της άροσης των καλλιεργούμενων εδαφών, την αναερόβια πέψη κοπριάς και άλλα τεχνικά μέτρα, όπως η εφαρμογή αναστολέων νιτροποίησης στους βοσκότοπους.

Οι εκπομπές κατοικιών και ο ρόλος των πολιτών

Ο κλάδος των κτιρίων αντιπροσωπεύει περίπου το 6,5% των εκπομπών της χώρας, με το μεγαλύτερο ποσοστό να προέρχεται από τις κατοικίες. Η μείωση εκπομπών μπορεί να ξεκινήσει άμεσα και αποτελεσματικά με βάση την ωριμότητα τεχνολογιών, δεδομένου ότι θα συνδυαστεί με ενημέρωση του κοινού που επηρεάζεται άμεσα.

Η συμμετοχή των κτιρίων στις εκπομπές στην Ελλάδα είναι μικρότερη από τον μέσο όρο της Ε.Ε., παρόλο που οι προδιαγραφές μόνωσης είναι χειρότερες και το μείγμα ενέργειας στη θέρμανση είναι πιο ρυπογόνο. Τα 4 εκατομμύρια κτίρια στην Ελλάδα αντιπροσωπεύουν 5,4 MtCO2e εκπομπές άνθρακα, με το 87% να προέρχεται από κατοικίες και το υπόλοιπο από εμπορικά κτίρια.

Σχεδόν το 80% των εκπομπών σχετίζεται με τη θέρμανση. Από το 1995 έως το 2005 οι εκπομπές κτιρίων αυξήθηκαν με την ανάπτυξη οικιστικών περιοχών. Μετά το 2010 οι εκπομπές μειώθηκαν σημαντικά, λόγω της οικονομικής ύφεσης και της υποκατάστασης καυστήρων πετρελαίου με φυσικό αέριο.

Οι εκπομπές των κτιρίων μπορούν να μηδενιστούν μέχρι το 2050 με τη μετάβαση σε εναλλακτικές τεχνολογίες θέρμανσης, όπως αντλίες θερμότητας και ηλιακούς θερμοσίφωνες, και την αναβάθμιση της μόνωσης στο 70% των κτιρίων – κυρίως σε περιοχές με ψυχρότερο κλίμα.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πιθανή χρήση υδρογόνου σε αντικατάσταση υφιστάμενων καυστήρων αερίου. Από πλευράς κόστους, οι λέβητες υδρογόνου ίσως γίνουν οικονομικά ανταγωνιστική επιλογή μετά το 2035. Η επιλογή τους ή όχι σαν λύση θα εξαρτηθεί από το κόστος επενδύσεων στα δίκτυα διανομής (σε περίπτωση που τα υφιστάμενα δίκτυα αερίου θα απαιτήσουν αναβάθμιση) αλλά και από το τι είδους δραστηριότητα υδρογόνου θα αναπτυχθεί γενικότερα στη χώρα τα επόμενα 10 χρόνια.

Μικρή η συμμετοχή της διαχείρισης αποβλήτων

Ο κλάδος της διαχείρισης των αποβλήτων αντιπροσωπεύει περίπου το 6% των εκπομπών της χώρας, κυρίως λόγω της παραγωγής μεθανίου από την εκτεταμένη απόθεση αποβλήτων σε χώρους υγειονομικής ταφής.

Η Ελλάδα παράγει περίπου 43 εκατομμύρια τόνους αποβλήτων ετησίως. Το 2019, το 85% αυτών των αποβλήτων κατέληξαν σε χώρους υγειονομικής ταφής, με μόλις το 14% να ανακυκλώνεται ή να επαναχρησιμοποιείται και μόνο το 1% να πηγαίνει στην παραγωγή ενέργειας. Συγκριτικά, κατά μέσο όρο στην Ε.Ε., το 45% των αποβλήτων καταλήγει σε χώρους υγειονομικής ταφής, το 49% ανακυκλώνεται ή επαναχρησιμοποιείται και το 6% χρησιμοποιείται για την παραγωγή ενέργειας (waste to energy).

Ένα σύστημα διαχείρισης αποβλήτων στο πλαίσιο των αρχών της κυκλικής οικονομίας θα μπορούσε να μειώσει τις εκπομπές στον κλάδο. Ορισμένοι τύποι αποβλήτων θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα σε βιομηχανικές διεργασίες, όπως η παραγωγή τσιμέντου, ή ως πρώτες ύλες σε διαδικασίες πυρόλυσης για την παραγωγή συνθετικών αερίων (syngas), ενώ τα οργανικά απόβλητα θα μπορούσαν να τροφοδοτηθούν σε αναερόβιους χωνευτές για την παραγωγή βιοαερίου.

Χρήση γης – αλλαγή χρήσης γης και τη δασοπονία (LULUCF) και φυσικές λεκάνες άνθρακα (carbon sinks)

Με βάση την ανάλυση, η βέλτιστη πορεία προς μηδενικές καθαρές εκπομπές για την Ελλάδα περιλαμβάνει διατήρηση 5-10% από τις συνολικές εκπομπές (π.χ., σε κλάδους όπου απαιτούνται σημαντικές αλλαγές στην κατανάλωση όπως η γεωργία / κτηνοτροφία ή σε κλάδους όπου ένα κομμάτι των εκπομπών μπορεί μεν να μειωθεί, αλλά με πολύ υψηλό κόστος και τεχνολογική αβεβαιότητα ακόμα και το 2050, όπως σε κάποιους τομείς της βιομηχανίας). Η αντιστάθμιση αυτών των εκπομπών μπορεί να έρθει μέσω της αύξησης των αρνητικών εκπομπών άνθρακα με αύξηση των φυσικών λεκανών άνθρακα. Η ανθρώπινη δραστηριότητα στη χρήση της γης και τη δασοπονία επηρεάζει τις δυνατότητες των φυσικών λεκανών άνθρακα.

Σήμερα, περίπου 8.300 MtCO2e βρίσκονται αποθηκευμένοι στο οικοσύστημα της Ελλάδας. Ενθαρρύνοντας την αναδάσωση και βελτιώνοντας τη διαχείριση και τη συντήρηση των δασών, η Ελλάδα θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να βελτιώσει το δυναμικό των φυσικών λεκανών άνθρακα κατά 1.500 MtCO2e. Η υλοποίηση τέτοιων παρεμβάσεων απαιτεί πολύ μεγάλο χρονικό ορίζοντα – ενδεικτικά η πλήρης υλοποίηση μπορεί να απαιτεί μέχρι και 100 χρόνια. Στον ορίζοντα της μελέτης –δηλαδή μέχρι το 2050– η Ελλάδα θα μπορούσε να αυξήσει την ετήσια φυσική απορρόφηση άνθρακα από 3,5 MtCO2e ετησίως το 2019 σε 15 MtCO2e ετησίως και έτσι να μπορέσει να πετύχει μηδενικές καθαρές εκπομπές για το σύνολο της οικονομίας. Πέρα από τη μείωση των εκπομπών, η ανάπτυξη των φυσικών δεξαμενών άνθρακα δρα επίσης θετικά στο οικοσύστημα και ανασταλτικά σε φαινόμενα κλιματικής αλλαγής. Βέβαια, για την επίτευξη αυτού του στόχου απαιτείται ολοκληρωμένη διαχείριση του ρίσκου πυρκαγιών που μαστίζει τη χώρα σύμφωνα με το τρίπτυχο πρόληψη – διαχείριση – αποκατάσταση.

Διακλαδικές δράσεις για μείωση εκπομπών

Περισσότερο από το 15% της μείωσης των εκπομπών μπορεί να προέλθει από τεχνολογίες / λύσεις που αφορούν πέραν του ενός κλάδου, όπως το βιώσιμο υδρογόνο, η βιοενέργεια και το CCUS. Οι δράσεις αυτές θα διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο, βοηθώντας τομείς όπως τα κτίρια, η βιομηχανία και οι μεταφορές να επιτύχουν μηδενικές εκπομπές. Η επιτυχία σε αυτές τις δράσεις –δεδομένης και της σχετικά μικρής κλίμακας της Ελλάδας γι’ αυτές τις τεχνολογίες– θα εξαρτηθεί από την ανάπτυξη κατάλληλων εθνικών στρατηγικών και υποδομών (π.χ., σταθμοί ανεφοδιασμού υδρογόνου, αγωγοί CO2) και στρατηγικών συνεργασιών μεταξύ εταιρειών από διαφορετικούς κλάδους εντός και εκτός Ελλάδας.

Υδρογόνο: Tο πράσινο υδρογόνο παράγεται με την ηλεκτρόλυση νερού με τη χρήση ΑΠΕ. Εκτός από πρώτη ύλη, το υδρογόνο μπορεί να χρησιμεύσει και ως καύσιμο σε διάφορους τομείς, διευκολύνοντας για παράδειγμα την απανθρακοποίηση των μεταφορών. Επίσης, το υδρογόνο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο αποθήκευσης ενέργειας και να παρέχει εφεδρική ενέργεια όταν η παραγωγή ΑΠΕ είναι χαμηλή. Στην Ελλάδα θα μπορούσαν να κατασκευαστούν υποδομές υδρογόνου σε συμπλέγματα που συνδέουν την παραγωγή σε εγκαταστάσεις ηλεκτρολυτών με ΑΠΕ και εφαρμογές τελικής χρήσης. Καθώς πολλές ευρωπαϊκές χώρες θέτουν στόχους και ανακοινώνουν νέα έργα παραγωγής υδρογόνου μέχρι το 2030, πιθανότατα θα προκύψει μια παγκόσμια αγορά εμπορίας υδρογόνου. Με τις διαδικασίες παραγωγής και τις τεχνολογίες να έχουν ήδη καθιερωθεί, η Ελλάδα μπορεί να είναι σε καλή θέση για να προμηθεύσει ένα μέρος των 40 GW βιώσιμου υδρογόνου που θα παραχθεί στην Ευρώπη, στο πλαίσιο της στρατηγικής 40 + 40 της Ε.Ε.

Η δέσμευση, χρήση και αποθήκευση CO2 θα χρησίμευε ως βασικό στοιχείο για την απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα σε τομείς της βιομηχανίας όπου είναι δύσκολο να μειωθoύν, όπως η παραγωγή τσιμέντου, η διύλιση και η αμμωνία. Το CCUS μπορεί να μειώσει τις εκπομπές CO2 κατά 4,5 Mt.

Δέσμευση, χρήση και αποθήκευση άνθρακα (CCUS): Συνολικά, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να αποθηκεύσει περίπου 2.000 Mt CO2, κυρίως σε υδροφόρους ορίζοντες και σε εξαντλημένα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου όπως o Πρίνος. H Ελλάδα είναι σε θέση να αποθηκεύει άνθρακα για περισσότερα από 200 χρόνια χωρίς να έχει φτάσει τα όρια χωρητικότητας. Ως έχει, CCUS είναι πιθανό να αναπτυχθεί γύρω από υφιστάμενα βιομηχανικά συμπλέγματα που είναι καλά συνδεδεμένα με περιοχές αποθήκευσης άνθρακα. Η Ελλάδα θα πρέπει να αναπτύξει ένα δίκτυο μεταφορών που θα συνδέει τα βιομηχανικά συμπλέγματα με τοποθεσίες αποθήκευσης. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να εξεταστεί η κατασκευή υποδομών CCUS γύρω από τις εγκαταστάσεις παραγωγής αμμωνίας στην Καβάλα. Το εργοστάσιο αμμωνίας της Καβάλας διαθέτει ήδη τεχνολογία SMR. Έχει ακόμη και έναν αγωγό φυσικού αερίου προς τον Πρίνο που θα μπορούσε να επαναχρησιμοποιηθεί για αποθήκευση άνθρακα. Αυτή η υποδομή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για παραγωγή μπλε υδρογόνου, αποθηκεύοντας το διοξείδιο του άνθρακα στον Πρίνο. Το επόμενο βήμα θα μπορούσε να είναι η δημιουργία ενός βιομηχανικού συμπλέγματος, συνδέοντας τους παραγωγούς τσιμέντου με την υποδομή CCUS.

Βιοενέργεια: Διάφορες μορφές βιοενέργειας μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βιώσιμο καύσιμο σε πολλούς τομείς. Η στερεά βιομάζα μπορεί να αντικαταστήσει τον λιγνίτη, η υγρή βιομάζα μπορεί να αντικαταστήσει τα καύσιμα με βάση το πετρέλαιο και το βιοαέριο και το βιομεθάνιο μπορούν να αντικαταστήσουν το φυσικό αέριο. Η βιοενέργεια έχει δύο διακριτά οφέλη: Πρώτον, παρέχει σε δύσκολους τομείς, όπως οι αεροπορικές μεταφορές, καύσιμα με βάση τον άνθρακα, μειώνοντας την ανάγκη να γίνουν πιο δαπανηρές θεμελιώδεις αλλαγές για την απανθρακοποίηση. Δεύτερον, το BECCUS –ο συνδυασμός της βιοενέργειας ως καυσίμου και της τεχνολογίας CCUS– μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση των εκπομπών κάποιων βιομηχανικών δραστηριοτήτων όπως η παραγωγή τσιμέντου. Η Ελλάδα διαθέτει περίπου 160 PJ δυναμικού βιοενέργειας από διάφορες πηγές, συμπεριλαμβανομένων των δασικών καταλοίπων και της αγροδασοκομίας (70 PJ), οργανικών αποβλήτων (12 PJ), γεωργικών καταλοίπων και κοπριάς (45 PJ) και ενεργειακών καλλιεργειών (33 PJ). Οι ενεργειακές καλλιέργειες μπορούν να πραγματοποιηθούν σε αχρησιμοποίητες ή εγκαταλελειμμένες εκτάσεις που δεν χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τροφίμων. Η συνολική παραγωγική ικανότητα της βιοενέργειας στην Ελλάδα είναι υπεραρκετή για την κάλυψη της ζήτησης των 60 έως 80 PJ για βιοενέργεια από τη βιομηχανία (31 PJ), την ενέργεια (27 PJ) και τις μεταφορές (3 έως 20 PJ).

Συνέπειες της μετάβασης στην ελληνική οικονομία

Η μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε μια κατάσταση μηδενικών ρύπων θα επιφέρει αλλαγή και στο οικονομικό μοντέλο της χώρας, το οποίο θα απαιτήσει υψηλές επενδύσεις στην αρχή, αλλά με μειωμένο λειτουργικό κόστος στη συνέχεια. Κεφάλαια της τάξης των 500 δισ. ευρώ ή 16,6 δισ. ετησίως θα πρέπει να επενδυθούν έως το 2050. Αυτές οι πρόσθετες επενδύσεις που θα απαιτηθούν υπολογίζεται πως θα αποσβεστούν σε ένα μεγάλο ποσοστό μέχρι το 2050. Αναμένεται θετική συνεισφορά και στους υπόλοιπους μακροοικονομικούς δείκτες (ΑΕΠ, εργασία, εμπορικό ισοζύγιο).

H Ελλάδα έχει μια μεγάλη ευκαιρία να αποκομίσει οφέλη από τη μετάβαση και τις επενδύσεις που απαιτούνται, εκμεταλλευόμενη ευκαιρίες ανάπτυξης σε κλάδους που σχετίζονται με τις αλυσίδες εφοδιασμού των νέων τεχνολογιών, όπως η παραγωγή πράσινου υδρογόνου, η ηλεκτροκίνηση και τα υπεράκτια αιολικά πάρκα.

Επενδύσεις και λειτουργικό κόστος

Κεφάλαια της τάξης των 500 δισ. ευρώ ή 16,6 δισ. ετησίως θα πρέπει να επενδυθούν έως το 2050: 425 δισ. (ή κατά μέσο όρο 14 δισ. ετησίως), τα οποία θα επενδύονταν σε υφιστάμενες τεχνολογίες και 75 δισ. (ή κατά μέσο όρο 2,5 δισ. ετησίως) –περίπου το 1% του ΑΕΠ της Ελλάδας– πρόσθετων επενδύσεων σε πράσινες τεχνολογίες. Το 20% των επενδύσεων αυτών απαιτείται στον πρώτο χρονικό ορίζοντα (2021-30). – Διάγραμμα 9

Αυτές οι πρόσθετες επενδύσεις που θα απαιτηθούν υπολογίζεται πως θα αποσβεστούν σε ένα μεγάλο ποσοστό μέχρι το 2050, λόγω της μείωσης του λειτουργικού κόστους, και συνολικά μέσα σε 15-20 χρόνια μετά το 2050.

Ωστόσο, επισημαίνεται πως, καθώς το πρώτο διάστημα απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις χωρίς να υπάρχουν πάντα άμεσα οικονομικά οφέλη, είναι σημαντικό να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για τη χρηματοδότηση και τη διευκόλυνση αυτών των επενδύσεων.

Σε ό,τι αφορά την κατανομή των επενδύσεων ανά κλάδο για το σύνολο των τριάντα ετών, 59% θα πάει στις μεταφορές (295 δισεκατομμύρια ευρώ) για την ανάπτυξη κυρίως της ηλεκτροκίνησης, 11% στον κλάδο ηλεκτρισμού (54 δισεκατομμύρια ευρώ) για την ανάπτυξη ΑΠΕ και αποθήκευσης ενέργειας, 10% στα κτίρια (50 δισεκατομμύρια ευρώ) για αναβάθμιση της ενεργειακής απόδοσης κτιρίων και συστημάτων ψύξης / θέρμανσης, 5% στη γεωργία (25 δισεκατομμύρια ευρώ) κυρίως για εξηλεκτρισμό γεωργικών μηχανημάτων και 2% στη βιομηχανία (7 δισεκατομμύρια ευρώ). Τέλος, 13% (65 δισεκατομμύρια ευρώ) των επενδύσεων θα απαιτηθούν για την αναβάθμιση δικτύων και υποδομών ενέργειας.

Η μετάβαση θα δημιουργήσει σημαντική μείωση λειτουργικού κόστους, όπως χαμηλότερους λογαριασμούς θέρμανσης από βελτιωμένη μόνωση κτιρίων ή υψηλότερης ενεργειακής απόδοσης τεχνολογίες ή κίνησης λόγω του χαμηλότερου λειτουργικού κόστους των ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Το σύνολο του προγράμματος έχει θετική παρούσα αξία, ενώ έχει και είναι σχεδόν ουδέτερο από πλευράς χρηματορροών. Χαρακτηριστικά, μέχρι το 2050, οι μειωμένες λειτουργικές δαπάνες του 1,5 δισ. ετησίως θα αντισταθμίσουν το 60% των επιπλέον επενδύσεων. Το υπόλοιπο θα ανακτηθεί τα επόμενα 15-20 χρόνια.

Εργασία, ΑΕΠ και εμπορικό ισοζύγιο

Η μετάβαση θα αποφέρει αύξηση της απασχόλησης (30.000 περισσότερες θέσεις εργασίας το 2030 και 5.000 περισσότερες το 2050) και οφέλη στο ΑΕΠ (αύξηση του ΑΕΠ κατά 5 δισ. ευρώ το 2030 και 5 δισ. ευρώ το 2050) με περιορισμένες αλλαγές στο σύνολο του εμπορικού ισοζυγίου.

Θα δημιουργηθούν θέσεις εργασίας στους τομείς της ενέργειας (με την ανάπτυξη ΑΠΕ και την ανάπτυξη του κλάδου) και των κτιρίων (με την ανάπτυξη δραστηριοτήτων ενεργειακής απόδοσης). Αντίθετα, αναμένεται μείωση στις θέσεις εργασίας σε κλάδους που εκτιμάται ότι θα συρρικνωθούν, όπως κάποιοι υποκλάδοι της βιομηχανίας.

Ένα μέλλον μηδενικών εκπομπών άνθρακα θα επηρεάσει το εμπορικό ισοζύγιο ορισμένων αγαθών και ενέργειας, διατηρώντας το συνολικό ισοζύγιο περίπου σταθερό. Από τη μία, το εμπορικό έλλειμμα για τα πλοία, τα αεροσκάφη, τις ανεμογεννήτριες και τον ηλιακό εξοπλισμό θα αυξηθεί, καθώς η χώρα κινείται σε ακριβότερες πράσινες τεχνολογίες. Από την άλλη, θα αυξηθεί και το εμπορικό πλεόνασμα σε εξαγωγές υλικών που σχετίζονται με υποδομές ενέργειας, όπως καλώδια, σωλήνες και μπαταρίες. Η μετάβαση θα βελτιώσει το εμπορικό έλλειμμα λόγω της μείωσης στις εισαγωγές καυσίμων (πετρελαίου, φυσικού αερίου), καθώς η χώρα εξαρτάται λιγότερο από τα ορυκτά καύσιμα. Καθώς η Ελλάδα αυξάνει την ανταγωνιστικότητα του μείγματος ηλεκτρισμού της, μπορεί να αυξήσει τις εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας σε λιγότερο ευνοημένες αγορές (ανάλογα και με την ανάπτυξη των ανταγωνιστικών πηγών, όπως φωτοβολταϊκά και υπεράκτια αιολικά).

Ευκαιρίες οικονομικής ανάπτυξης

Η παραπάνω ανάλυση υποθέτει ότι η ελληνική οικονομία διατηρεί τη σημερινή της μορφή. Ενώ η μετάβαση φέρνει προκλήσεις, φέρνει και ευκαιρίες για οικονομική ανάπτυξη για την Ελλάδα, ιδιαίτερα στις περιοχές που θα γίνουν αποδέκτες μεγάλου ποσοστού των επενδύσεων.

Η Ελλάδα θα μπορούσε να αναπτύξει ένα χαρτοφυλάκιο 10 ευκαιριών οικονομικής ανάπτυξης (5 υψηλής και 5 χαμηλής προτεραιότητας) που συνδέονται με τη βιωσιμότητα, ανάλογα με την αξία κάθε ευκαιρίας αλλά και τη δυνατότητα της χώρας να αναπτύξει την κάθε δραστηριότητα.

Οι δραστηριότητες αυτές μπορούν να συνεισφέρουν 85.000-150.000 θέσεις εργασίας και 5-8 δισεκατομμύρια ευρώ στο ΑΕΠ μέχρι το 2050.

Πιο συγκεκριμένα, οι 5 ευκαιρίες που έχουν προτεραιοποιηθεί μπορούν να αναπτυχθούν σε 3 χρονικούς ορίζοντες

Βραχυπρόθεσμα (επόμενα 5 χρόνια): (1) Ανάπτυξη του τομέα βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων τόσο στο κομμάτι της βελτίωσης των μονώσεων, όσο και με συμμετοχή στην αλυσίδα αξίας τεχνολογιών όπως οι αντλίες θερμότητας.

Μεσοπρόθεσμα (σε 5-10 χρόνια): (2) Ανάπτυξη μεσογειακού κόμβου υπεράκτιων αιολικών με συνεργασίες με διεθνείς εταιρείες ανάπτυξης έργων και τοπική κατασκευή τμημάτων της εγκατάστασης, (3) Παραγωγή υδρογόνου για εγχώριες χρήσεις και εξαγωγή δεδομένων των ανταγωνιστικών ΑΠΕ της χώρας και (4) Κατασκευή και ανακαίνιση πλοίων χαμηλών εκπομπών.

Μακροπρόθεσμα (μετά από 10-15 χρόνια): (5) Ανακύκλωση μπαταριών, των οποίων η ωφέλιμη ζωή εκτιμάται σε 5-7 χρόνια σε μια αγορά στην οποία μετά το 2035 εκτιμάται ότι η διείσδυση της ηλεκτροκίνησης μπορεί να ξεπεράσει το 50%. Θα απαιτηθεί η ανάπτυξη ενός ολόκληρου τομέα για την ανάκτηση πολύτιμων μετάλλων από τις μπαταρίες για επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση, της οποίας η δραστηριότητα μπορεί να καλύψει και την ευρύτερη περιοχή αν καταστεί ανταγωνιστική.

Προϋποθέσεις επιτυχημένης υλοποίησης

Οι στόχοι της Ελλάδας για μείωση των εκπομπών άνθρακα είναι φιλόδοξοι ειδικά σε ό,τι αφορά το 2030. Η πορεία της μετάβασης θα μετασχηματίσει σε βάθος το ενεργειακό σύστημα της χώρας επηρεάζοντας κάθε κλάδο, επιχείρηση και πολίτη. Αν και η επίτευξη των στόχων είναι τεχνολογικά δυνατή, θα χρειαστούν άμεσες και πολύ αποφασιστικές παρεμβάσεις και ενέργειες για τα επόμενα αρκετά χρόνια, για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει ο κάθε κλάδος, με ιδιαίτερη έμφαση στη μεταβατική περίοδο των πρώτων 5-10 ετών αυτής της πορείας. Η προσέγγιση αυτή δίνει τη δυνατότητα στη χώρα να αντιμετωπίσει και αρκετά δομικά προβλήματα των επιμέρους κλάδων.

Ηλεκτρισμός

Η μείωση εκπομπών στον κλάδο του ηλεκτρισμού συναρτάται άμεσα με τον ρυθμό ανάπτυξης ΑΠΕ. Θα απαιτηθεί σημαντική επιτάχυνση της ανάπτυξης – ενδεικτικά η εγκατεστημένη ισχύς θα πρέπει να φτάσει x 2,5 φορές αυτήν του 2019 μέχρι το 2030 και x 6 φορές μέχρι το 2050. Το γεγονός αυτό θα πιέσει αρκετά τις αδειοδοτικές αρχές αλλά και τις αλυσίδες εφοδιασμού των ΑΠΕ, δημιουργώντας ρίσκα υλοποίησης του φιλόδοξου πλάνου αυτού. Παράλληλα, τα δίκτυα και οι υποδομές θα πρέπει να αναπτυχθούν και να αναβαθμιστούν για να μπορέσουν να διαχειριστούν τις νέες εγκαταστάσεις και το δυναμικό, στοχαστικό σύστημα που θα δημιουργηθεί.

Η χώρα θα πρέπει να ενεργήσει αποφασιστικά και άμεσα για να αντιμετωπίσει τις πιο πάνω προκλήσεις με πλήρη επαναπροσδιορισμό της διαδικασίας και των προϋποθέσεων αδειοδότησης, την αξιολόγηση του τρόπου συμμετοχής των τοπικών κοινοτήτων στις αναπτύξεις (με κίνητρα συμμετοχής) και την αναβάθμιση των σχεδίων ανάπτυξης δικτύων.

Βιομηχανία

Παρόλο που η ελληνική βιομηχανική δραστηριότητα αποτελείται από ένα πολύ ευρύ φάσμα τομέων, μια κοινή πρόκληση σχετίζεται με την ανάγκη επενδύσεων σε καινοτομία / ανώριμες τεχνολογίες ήδη από τώρα, ώστε να μπορέσει να επιτευχθεί η απομείωση των εκπομπών μετά το 2030.

Ο ετεροχρονισμός μεταξύ των επενδύσεων και της απόδοσης που αυτές θα φέρουν δημιουργεί την ανάγκη για ένα πλαίσιο προώθησης και διευκόλυνσης των επενδύσεων αυτών.

Επιπλέον η χώρα χρειάζεται μια ολιστική εθνική βιομηχανική στρατηγική, εντοπίζοντας και προτείνοντας λύσεις για διαρθρωτικά ζητήματα –για παράδειγμα ρυθμιστικά / αδειοδοτικά θέματα, δημιουργία αγορών αρνητικών εκπομπών, εισαγωγή κριτηρίων βιωσιμότητας στα δημόσια έργα / συμβάσεις–  και θέτοντας φιλόδοξους στόχους.

Μεταφορές

Παρόλο που εκτιμάται ότι από το 2025 θα επιτευχθεί η εξίσωση του συνολικού κόστους (Total Cost of Ownership) μεταξύ συμβατικών και ηλεκτρικών αυτοκινήτων, ο ρυθμός αντικατάστασης μπορεί να παραμείνει χαμηλός, κυρίως λόγω της υψηλής επένδυσης για αγορά και του σχετικά μεγάλου χρονικού διαστήματος απόσβεσής της – ιδιαίτερα στο πλαίσιο του χαμηλού ρυθμού ανανέωσης του στόλου ΙΧ στην Ελλάδα. Επιπλέον, οι υποδομές φόρτισης και η αγορά συντήρησης και υποστήριξης ηλεκτρικών αυτοκινήτων απέχουν πολύ από το ελάχιστο απαιτούμενο για μια θετική εμπειρία των χρηστών και υστερούν σε σχέση με αρκετές χώρες της Ε.Ε.

Μέτρα επιδότησης ή χρηματοδότησης της αρχικής επένδυσης (π.χ., χαμηλότοκα δάνεια, φορολογικές απαλλαγές, μειωμένα διόδια και τέλη, επιδοτήσεις) αλλά και κίνητρα χρήσης (π.χ., ελεύθερη στάθμευση και κίνηση στην πόλη) και η επιβολή στόχων και ορόσημων (π.χ., μόνο ηλεκτρικά καινούργια οχήματα) σε συγκεκριμένες δραστηριότητες (π.χ., εταιρικά ή επαγγελματικά οχήματα) θα μπορούσαν να επιταχύνουν τη διείσδυση ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Στο θέμα υποδομών, η χώρα μπορεί να παρέχει κίνητρα εγκατάστασης σταθμών φόρτισης στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σχεδίου ανάπτυξης του δικτύου υποδομών και να προσαρμόσει τους οικοδομικούς κώδικες για να διασφαλιστεί η συμβατότητα νέων κτιρίων με την ηλεκτροκίνηση.

Γεωργία / κτηνοτροφία

Τα δομικά προβλήματα του κλάδου στην Ελλάδα –κατακερματισμός και μικρή κλίμακα, μειωμένη χρήση νέων τεχνολογιών, δυσκολία χρηματοδότησης– θα αποτελέσουν τις βασικές προκλήσεις και για την επίτευξη των στόχων μείωσης εκπομπών άνθρακα.

Οι λύσεις που θα πρέπει να εξεταστούν θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την ανάπτυξη ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης του τομέα με κίνητρα και επιλογές χρηματοδότησης για ενοποίηση, οικονομικά κίνητρα που θα ενθαρρύνουν τη μετάβαση στη βιώσιμη γεωργία και την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών (π.χ., ευνοϊκά δάνεια για εξηλεκτρισμό του εξοπλισμού), κίνητρα για αγορές πίστωσης άνθρακα κ.τ.λ. Η Ελλάδα μπορεί επίσης να λάβει μέτρα για την προώθηση μιας αγοράς βιομάζας από την αναερόβια πέψη των γεωργικών καταλοίπων. Οι εκστρατείες εκπαίδευσης και ευαισθητοποίησης μπορούν να διευκολύνουν τη μετάβαση σε πιο βιώσιμες μεθόδους, βοηθώντας τους γεωργούς να κατανοήσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που συνδέονται με τις παραδοσιακές τεχνικές γεωργίας.

Κτίρια

Κυριότερη πρόκληση στον κλάδο των κτιρίων είναι η τροποποίηση των μονώσεων και των συστημάτων θέρμανσης των υφιστάμενων κτιρίων. Για παράδειγμα, η μετατροπή του συστήματος θέρμανσης μιας πολυκατοικίας από πετρέλαιο σε αντλίες θερμότητας είναι περίπλοκη, λόγω της ανάγκης συναίνεσης όλων των ιδιοκτητών αλλά και των τεχνικών παρεμβάσεων που απαιτούνται. Στα νέα κτίρια, όλα τα παραπάνω μπορούν να αποφευχθούν με την προσαρμογή των οικοδομικών κανονισμών.

Για τα υφιστάμενα κτίρια θα πρέπει να εξεταστεί ένας συνδυασμός κινήτρων για αναβάθμιση της ενεργειακής απόδοσης (π.χ., επιδότηση, χαμηλότοκα δάνεια όπως προτείνονται στο πρόγραμμα «Εξοικονομώ»), στόχων / ορόσημων για την απόσυρση παλιών ή ρυπογόνων τεχνολογιών θέρμανσης και εκστρατειών ευαισθητοποίησης του κοινού σχετικά με την ενεργειακή απόδοση.

Σύνοψη βασικών μηνυμάτων

Η κλιματική αλλαγή είναι ήδη κομμάτι της καθημερινότητάς μας και τη βιώνουμε στην Ελλάδα με την εμφάνιση πολλαπλών ακραίων φαινομένων – βαριές χιονοπτώσεις, πλημμύρες και φωτιές μεγάλης κλίμακας.

Με τη σωστή προετοιμασία και αποφασιστικές ενέργειες, η Ελλάδα μπορεί να πετύχει τον στόχο για το 2030, εστιάζοντας την προσοχή στις πιο οικονομικά ελκυστικές και ώριμες τεχνολογίες, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) και τα ηλεκτρικά οχήματα, και επενδύοντας σε πιο καινοτόμες τεχνολογίες για να προετοιμαστεί η περαιτέρω μείωση μέχρι το 2050.

Η μείωση των εκπομπών μπορεί να επιτευχθεί σε κάθε κλάδο με διαφορετικό ρυθμό και δράσεις, λαμβάνοντας υπόψη την εκάστοτε δυναμική. Παράλληλα, η διαχείριση της ζήτησης σε ενέργεια, μέσω αλλαγών στις καταναλωτικές συμπεριφορές, είναι ζωτικής σημασίας.

Έξι τεχνολογίες μπορούν σε βάθος χρόνου να επιτύχουν το 80% της μείωσης των εκπομπών για τις εκπομπές που δεν μπορούν να απομειωθούν με πιο οικονομικές δράσεις: η ηλεκτροδότηση της ενεργειακής ζήτησης (39%), η αντικατάσταση των κινητήρων εσωτερικής καύσης με ηλεκτρικά αυτοκίνητα (15%), η χρήση του υδρογόνου –μπλε και σταδιακά πράσινο (10%)–, η προσαρμογή της χρήσης γης και των δασικών δραστηριοτήτων (6%), η ενεργειακή απόδοση κτιρίων και βιομηχανιών (5%) και η δέσμευση, χρήση και αποθήκευση άνθρακα (CCUS), (5%) για τις εκπομπές που δεν μπορούν να απομειωθούν με πιο οικονομικές δράσεις.

Η πορεία προς μηδενικές καθαρές εκπομπές απαιτεί μετασχηματισμό του εγχώριου ενεργειακού συστήματος από τη σημερινή εξάρτηση στα ορυκτά καύσιμα προς την παραγωγή ενέργειας από «καθαρές πηγές ενέργειας», όπως ΑΠΕ και βιομάζα, και την εισαγωγή του πράσινου υδρογόνου για τις πιο απαιτητικές ενεργειακές χρήσεις, όπως οι βαριές μεταφορές και ορισμένα τμήματα της βιομηχανίας.

Ο κλάδος του ηλεκτρισμού βρίσκεται στο κέντρο της ενεργειακής μετάβασης τόσο με τη δυνατότητα επίτευξης αποτελεσμάτων νωρίτερα από τους άλλους κλάδους, όσο και με τον κομβικό ρόλο που θα διαδραματίσει στο ενεργειακό σύστημα μηδενικών εκπομπών.

Η μετάβαση θα επιφέρει αλλαγή και στο οικονομικό μοντέλο της χώρας, το οποίο θα απαιτήσει υψηλές επενδύσεις στην αρχή, αλλά με μειωμένο λειτουργικό κόστος στη συνέχεια. Κεφάλαια της τάξης των 500 δισ. ευρώ ή 16,6 δισ. ετησίως θα πρέπει να επενδυθούν έως το 2050 – 75 δισ. (ή κατά μέσο όρο 2,5 δισ. ετησίως), περίπου το 1% του ΑΕΠ, αποτελούν πρόσθετες επενδύσεις σε πράσινες τεχνολογίες. Αυτές οι πρόσθετες επενδύσεις που θα απαιτηθούν, υπολογίζεται πως θα αποσβεστούν σε ένα μεγάλο ποσοστό μέχρι το 2050, λόγω της μείωσης του λειτουργικού κόστους.

H Ελλάδα έχει μια μεγάλη ευκαιρία να αποκομίσει οφέλη από τις επενδύσεις που απαιτούνται, εκμεταλλευόμενη ευκαιρίες ανάπτυξης σε κλάδους που σχετίζονται με τις αλυσίδες εφοδιασμού των νέων τεχνολογιών, όπως η παραγωγή πράσινου υδρογόνου, η ηλεκτροκίνηση και τα υπεράκτια αιολικά πάρκα.

Το ενεργειακό σύστημα της χώρας θα μετασχηματιστεί επηρεάζοντας κάθε κλάδο, επιχείρηση και πολίτη. Αν και η επίτευξη των στόχων είναι

τεχνολογικά δυνατή, θα χρειαστούν άμεσες και πολύ αποφασιστικές παρεμβάσεις και ενέργειες για τα επόμενα αρκετά χρόνια για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει ο κάθε κλάδος.

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News