Ομόλογα: Γιατί οι αγορές δεν τρομάζουν μπροστά στο «τσουνάμι» του ενός τρισ. ευρώ
Η ευρωπαϊκή αγορά κρατικού χρέους βρίσκεται μπροστά σε ένα «τσουνάμι» ομολογιακών εκδόσεων, καθώς τα μέτρα στήριξης για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας αυξάνουν τις ανάγκες άντλησης κεφαλαίων μέσω δανεισμού από τις κεφαλαιαγορές.
Οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης θα αντλήσουν πάνω από ένα τρισ. ευρώ φέτος μέσω της έκδοσης κρατικών ομολόγων, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ING Groep NV.
Υπό διαφορετικές συνθήκες, το «βουνό» κρατικού χρέους και οι προβλέψεις για διευρυμένα ελλείμματα θα κλόνιζαν την εμπιστοσύνη των επενδυτών, διεκδικώντας υψηλότερα επιτόκια για τοποθετήσεις σε υπερχρεωμένες οικονομίες. Όμως χάρη στην «ομπρέλα» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το κόστος δανεισμού παραμένει σε ιστορικά χαμηλά ακόμη και υπό του μηδενός επίπεδα. Και η ακόρεστη αναζήτηση για υψηλότερες αποδόσεις σε ένα περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων καθιστά ανάρπαστες τις νέες εκδόσεις, απορροφώντας το «κύμα» κρατικών ομολόγων.
Το έκτακτο πρόγραμμα της ΕΚΤ για την αντιμετώπιση της πανδημίας(PEPP) -μέσω του οποίου θα αγοράσει ομόλογα 1,85 τρισ. ευρώ- είναι κάτι παραπάνω από αρκετό για την απορρόφηση του μεγαλύτερου μέρους των νέων εκδόσεων, εκτιμούν αναλυτές της JPMorgan Chase & Co.
Η διαρκής αναζήτηση ευκαιριών για υψηλότερα κέρδη ευνοεί τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, όπως η Ελλάδα. Οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων έχουν υποχωρήσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα -το 10ετές είναι κάτω από το 0,60%- παρ’ όλα αυτά, κινούνται σε υψηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με το επιτόκιο που προσφέρουν τα περισσότερα ομόλογα των χωρών του ευρωπαϊκού Βορρά -η απόδοση του 10ετούς ομολόγου της Γερμανίας είναι στο -0,52%, γεγονός που σημαίνει ότι οι επενδυτές πληρώνουν για το «προνόμιο» της διακράτησης του γερμανικού χρέους.
Εκμεταλλευόμενος τις ευνοϊκές συνθήκες, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους(ΟΔΔΗΧ) σχεδιάζει την άντληση 8 έως 12 δισ. ευρώ φέτος μέσω δανεισμού από τις αγορές. Οι νέες εκδόσεις θα είναι μεσαίας και μεγάλης διάρκειας, με στόχο τη μείωση του μεριδίου των έντοκων γραμματίων.
Υπενθυμίζεται ότι το 2020 -μέσω πέντε διαφορετικών εκδόσεων- αντλήθηκαν από τις χρηματοπιστωτικές αγορές συνολικά 12 δισ. ευρώ, με τις υποβληθείσες προσφορές να διαμορφώνονται σε σχεδόν 77 δισ. ευρώ.
Oι ενέσεις ρευστότητας και οι αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης εξασφαλίζουν ιδανικές συνθήκες για τις κυβερνήσεις, αλλά και κίνητρο για τους επενδυτές, που ποντάρουν ότι τα μέτρα στήριξης θα επαναφέρουν την οικονομία της Ευρωζώνης σε τροχιά ανάκαμψης.
«Οι προσδοκίες σημαντικών μέτρων δημοσιονομικής στήριξης, η προσφορά αμερικανικών κρατικών ομολόγων και το ενδεχόμενο υψηλότερων επιτοκίων δεν έχει κλονίσει την αγορά», αναφέρει σε υπόμνημά του ο Πέτερ Σόρενσεν, αναλυτής της Danske Bank. «Εν μέσω της υπερβάλλουσας ρευστότητας και των αρνητικών επιτοκίων, οι επενδυτές κυνηγούν τις αποδόσεις», εξηγεί.
Μετά την Ιταλία, η ζήτηση για τις κοινοπρακτικές εκδόσεις Ιρλανδίας και Σλοβενίας έφθασε τα 200 δισ. ευρώ. Την ερχόμενη εβδομάδα έξοδο στις αγορές σχεδιάζουν η Γαλλία και το Βέλγιο, προσβλέποντας στην άντληση 30 δισ. ευρώ, σύμφωνα με την Danske Bank.
Ο κ. Σόρενσεν της Danske Bank αναμένει ότι Γαλλία και Βέλγιο θα βγουν στις αγορές την επόμενη εβδομάδα με κοινοπρακτική έκδοση 50ετών και 10ετών ομολόγων. Παρότι η συγκεκριμένη διαδικασία είναι πιο ακριβή από ό,τι οι δημοπρασίες, επιτρέπει στις κυβερνήσεις να αντλήσουν μεγάλα ποσά, διευρύνοντας παράλληλα την επενδυτική τους βάση.
Ακόμη ένας παράγοντας που ενισχύει τη ζήτηση για το χρέος της ευρωπαϊκής περιφέρειας αλλά και για ομόλογα μεγαλύτερης διάρκειας είναι η ολοένα και μεγαλύτερη «δεξαμενή» ευρωπαϊκών ομολόγων με αρνητική απόδοση.
Οι αναλυτές της Citigroup, συμπεριλαμβανομένου του Αμάν Μπανσάλ, προβλέπουν ότι τα ομόλογα διάρκειας άνω των 15 ετών θα αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το ένα-τέταρτο του χρέους που θα εκδοθεί φέτος.
Η ζήτηση για το 30ετές ομόλογο που εξέδωσε την προηγούμενη εβδομάδα η Γαλλία ανήλθε στα υψηλότερα επίπεδα από τον Αύγουστο. Ακόμη μεγαλύτερη, στα υψηλότερα επίπεδα από το 2019, η ζήτηση των επενδυτών για το 30ετές ομόλογο της Ισπανίας, που προσέφερε υψηλότερο επιτόκιο. Στη δημοπρασία του ιταλικού 10ετούς ομολόγου της Ιταλίας, οι παραγγελίες στο βιβλίο προσφορών ξεπέρασαν τα 105 δισ. ευρώ.
Την ερχόμενη εβδομάδα έξοδο στις αγορές σχεδιάζουν οι Γερμανία, Ιταλία, Ολλανδία. Εκτός από Ισπανία και Βέλγιο, κοινοπρακτικές εκδόσεις προγραμματίζουν και Πορτογαλία και Αυστρία.
moneyreview.gr
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News