ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ο πληθωρισμός εξαφανίζει τις αυξήσεις των επιτοκίων στις καταθέσεις

Ο πληθωρισμός εξαφανίζει τις αυξήσεις των επιτοκίων στις καταθέσεις

Σε σημαντική διάβρωση των εισοδημάτων των νοικοκυριών συμπαρασύρει ο υψηλός πληθωρισμός που κινείται με ρυθμό 11,3% τη στιγμή που τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων διαμορφώνονται κοντά στο 0,10%. Το επίπεδο των επιτοκίων δεν αρκεί καν για την κάλυψη του φόρου επί των τόκων των καταθέσεων που διαμορφώνεται στο 15% και η αναζήτηση εναλλακτικών πηγών προστασίας αξιοποίησης των χρημάτων τους αποτελεί μονόδρομο για τους καταθέτες, που θέλουν να προστατέψουν την αξία των αποταμιεύσεών τους σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού.

Όπως εξηγούν οι ειδικοί της αγοράς, ακόμη και ένας ετήσιος πληθωρισμός της τάξης του 2% κάθε χρόνο, σε βάθος 40 ετών, περίπου, μειώνει την αξία του κεφαλαίου περισσότερο από το μισό, ενώ όταν ο πληθωρισμός καλπάζει, η διάβρωση του εισοδήματος μέσα από αυτόν τον μηχανισμό είναι ανησυχητική.

Σύμφωνα με όσα έχουν προαναγγείλει οι τράπεζες η προβλεπόμενη περαιτέρω άνοδος των επιτοκίων δεν αναμένεται να έχει ουσιαστική επίδραση στα επιτόκια των καταθέσεων που σύμφωνα με τις ανακοινώσεις, θα επηρεαστούν μόνο εφόσον η άνοδος του επιτοκίου της ΕΚΤ ξεπεράσει τη μισή μονάδα. Η βασική αιτία είναι ότι η πλεονάζουσα ρευστότητα που υπάρχει στο τραπεζικό σύστημα δεν δημιουργεί πιέσεις για την προσέλκυση καταθέσεων, το επίπεδο των οποίων ανήλθε στα τέλη Ιουλίου στα 183 δισ. ευρώ, καταγράφοντας νέο ρεκόρ την τελευταία δεκαετία.

Έτσι ακόμη και αν η άνοδος του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ που έχει προεξοφληθεί για τον Σεπτέμβριο, ξεπεράσει την μισή μονάδα, αυτή δεν θα αποτυπωθεί στο σύνολό της στα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων, ροκανίζοντας περαιτέρω το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα.

Εναλλακτικές λύσεις 

Οι εναλλακτικές λύσεις περνούν μέσα από την ανάληψη ρίσκου για τους καταθέτες μέσω της τοποθέτησης ενός μέρους των χρημάτων είτε σε επενδυτικά ασφαλιστικά προϊόντα τύπου unit linked είτε σε αμοιβαία κεφάλαια ή ακόμη και σε τίτλους σταθερού εισοδήματος, όπως τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου, που εξασφαλίζουν απόδοση κοντά στο 4% για μακροχρόνιες διάρκειες όπως η δεκαετία. Σταθερή επιλογή για τα ελληνικά νοικοκυριά αποτελεί επίσης η επένδυση σε ακίνητα, που εξασφαλίζει απόδοση με την μορφή ενοικίου της τάξης του 7% το χρόνο με βάση την πορεία των τιμών, ενώ η απόδοση από την αγορά ακινήτου διαμορφώνεται στο 8% για τα οικιστικά ακίνητα και στο 2%-3% για τα εμπορικά ακίνητα. Η επένδυση σε ακίνητα προϋποθέτει πάντα υψηλό αρχικό κεφάλαιο, καθώς η προσφυγή σε δανεισμό με επιτόκιο π.χ. 3% απομειώνει την αξία της απόδοσης που θα έχει η επένδυση σε βάθος χρόνου.

Στον αντίποδα είναι τα επενδυτικά ασφαλιστικά προγράμματα που κυκλοφορούν στην αγορά και τα οποία διακρίνονται σε περιοδικών και εφάπαξ καταβολών, αλλά δεν εξασφαλίζουν εγγύηση απόδοσης.  Επιτρέπουν όμως την αποταμίευση χαμηλών ποσών – ξεκινούν από 600 ευρώ όταν
πρόκειται για ετήσιες περιοδικές καταβολές και τα 1.000 ευρώ όταν πρόκειται για εφάπαξ καταβολές – σε καλάθια αμοιβαίων κεφαλαίων που στην ασφαλιστική γλώσσα αναφέρονται ως εσωτερικά μεταβλητά κεφάλαια.

Εξαίρεση αποτελούν ορισμένα προϊόντα που πωλούνται είτε από ασφαλιστικές εταιρείες είτε από τράπεζες που «υπόσχονται» εγγύηση των καταβολών που κάνει ο ασφαλισμένος/επενδυτής, εφόσον το προϊόν διατηρηθεί μέχρι την λήξη, που συνήθως είναι η 12ετία. Έτσι κάποια προϊόντα υπόσχονται το 90% ή το 95% – κάποια ακόμη χαμηλότερα όπως το 80% – του ποσού που θα επενδύει ο ασφαλισμένος εφόσον το προϊόν διατηρηθεί μέχρι την λήξη, αλλά στις περιπτώσεις αυτές χάνεται το δικαίωμα μετατροπής της σύνθεσης των αμοιβαίων από το «καλάθι» του εσωτερικού μεταβλητού κεφαλαίου που έχουν τοποθετηθεί τα χρήματα.

Αντίθετα τα αμιγώς επενδυτικά προϊόντα, δηλαδή αυτά που δεν προστατεύουν μέρος του κεφαλαίου, επιτρέπουν στον ασφαλισμένο να μεταπηδήσει από ένα εσωτερικό μεταβλητό κεφάλαιο σε ένα άλλο μία φορά συνήθως τον χρόνο χωρίς προμήθεια, ενώ περαιτέρω ευελιξία επιβαρύνεται με πρόσθετη χρέωση.

Τα επενδυτικά ασφαλιστικά προγράμματα unit linked έχουν τα ίδια περίπου χαρακτηριστικά με αυτά των αμοιβαίων κεφαλαίων, με την διαφορά ότι προϋποθέτουν ελάχιστο χρόνο επένδυσης, ακόμη και για την ρευστοποίηση των χρημάτων με βάση την αξία τους μια δεδομένη στιγμή.
Αυτό γιατί στην αρχή της επένδυσης επιβαρύνονται με υψηλό διαχειριστικό κόστος, που απομειώνει το αρχικό κεφάλαιο την πρώτη τριετία και αρχίζει να αποδίδει μετά την πάροδο αυτής της περιόδου, σε αντίθεση με τα αμοιβαία κεφάλαια που επιβαρύνονται με χαμηλότερες
προμήθειες σε σχέση με τα ασφαλιστικά προϊόντα. 

moneyreview.gr

Διαβάστε επίσης:

Τράπεζες: Νέα επιχειρηματικά δάνεια 2,5 δισ. ευρώ στο επτάμηνο

Επιστρέφουν στις τράπεζες τα κόκκινα δάνεια που εξυγιάνθηκαν

Τράπεζες: Πάγιες εντολές με άδειους λογαριασμούς

 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News