Business & Finance Πέμπτη 7/04/2022, 08:42
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Φίλιπ Λέιν (ΕΚΤ): Η ΕΚΤ θα συνεχίσει να στηρίζει την Ελλάδα

Φίλιπ Λέιν (ΕΚΤ): Η ΕΚΤ θα συνεχίσει να στηρίζει την Ελλάδα

Mήνυμα συνέχισης της στήριξης της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απευθύνει ο επικεφαλής οικονομολόγος της Φίλιπ Λέιν, με δήλωσή του στην «Κ», διαβεβαιώνοντας ότι η Φρανκφούρτη είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει «ένα ευρύ φάσμα μέσων» για να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο κατακερματισμού, που θα μεταφραζόταν σε επώδυνα υψηλή για την Ελλάδα άνοδο των επιτοκίων δανεισμού της.

Επίσης ο κ. Λέιν, απαντώντας σε ερώτηση της «Κ» για τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη, προβλέπει μεν την επίδραση αντιπληθωριστικών παραγόντων το δεύτερο εξάμηνο, αλλά τονίζει ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί βασική πηγή αβεβαιότητας. Τονίζει, δε, ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει να δίνει ιδιαίτερη προσοχή σε «τυχόν ενδείξεις ισχυρότερων δευτερογενών επιδράσεων που μπορεί να επηρεάσουν τη δυναμική του πληθωρισμού το 2023-2024».

Η λήξη, στο τέλος Μαρτίου, του έκτακτου προγράμματος παροχής ρευστότητας λόγω πανδημίας (ΡΕΡΡ) προκάλεσε ανησυχία, καθώς η Ελλάδα είχε ενταχθεί κατ’ εξαίρεση σε αυτό, με αποτέλεσμα να δανείζεται σε εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια. Η ένταξή της στο συμβατικό πρόγραμμα παροχής ρευστότητας ΑΡΡ δεν κατέστη δυνατή λόγω έλλειψης επενδυτικής βαθμίδας. Η ΕΚΤ άπλωσε ένα δίχτυ προστασίας, τον περασμένο Δεκέμβριο, με την απόφασή της να πραγματοποιούνται με ευελιξία οι επανεπενδύσεις του ΡΕΡΡ, και στη συνέχεια αποφάσισε, τον περασμένο μήνα, να γίνονται δεκτά τα ελληνικά ομόλογα κατ’ εξαίρεση, ενώ δεν βρίσκονται σε επενδυτική βαθμίδα, ως εξασφαλίσεις (waiver).

Ωστόσο, η αλλαγή πολιτικής της ΕΚΤ, τον περασμένο μήνα, που αποφάσισε μείωση των αγορών ομολόγων στο πλαίσιο του ΑΡΡ, και προοιωνίζεται αύξηση των επιτοκίων από τη Φρανκφούρτη συντηρεί τον προβληματισμό για ενδεχόμενη δυσανάλογη αύξηση των αποδόσεων των ελληνικών τίτλων. Δεν είναι τυχαίο ότι το επιτόκιο δανεισμού της χώρας, αν και σημειώνει μια ελαφρά τάση υποχώρησης τις τελευταίες ημέρες, βρίσκεται στο 2,6% για το δεκαετές – σε διπλάσιο επίπεδο σε σύγκριση με τις αρχές του χρόνου και φυσικά πολύ υψηλότερο από το 0,6% του περασμένου Αυγούστου.

Οι χθεσινές δηλώσεις Λέιν στην «Κ», στο πλαίσιο της επίσκεψής του στην Αθήνα, όπου συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, επιβεβαιώνουν τη στάση στήριξης της ΕΚΤ.

«Πιστεύετε», ρωτήσαμε τον κ. Λέιν, «ότι η επανεπένδυση του χαρτοφυλακίου PEPP μετά το τέλος Μαρτίου, όπως αποφάσισε η ΕΚΤ, θα επαρκεί για να αποφευχθεί ο κίνδυνος κατακερματισμού και ένα πολύ υψηλότερο κόστος δανεισμού που θα μπορούσε να πλήξει σοβαρά χώρες όπως η Ελλάδα;». Η απάντησή του καθησυχάζει ότι η ΕΚΤ θα κινηθεί με ευελιξία για να αποφύγει κίνδυνο κατακερματισμού.

«Το χαρτοφυλάκιο του PEPP», δήλωσε, «ανέρχεται περίπου σε 1,7 τρισ. ευρώ και η ευελιξία ως προς την επανεπένδυσή του παρέχει ισχυρή δύναμη πυρός. Η ΕΚΤ όμως είναι σαφής: είμαστε έτοιμοι να χρησιμοποιήσουμε ένα ευρύ φάσμα μέσων για να αντιμετωπίσουμε τον κατακερματισμό. Εντός της εντολής που έχει ανατεθεί στο Διοικητικό Συμβούλιο, υπό συνθήκες πίεσης, η ευελιξία θα συνεχίσει να αποτελεί στοιχείο της νομισματικής πολιτικής όποτε παράγοντες που απειλούν τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής διακυβεύουν την επίτευξη της σταθερότητας των τιμών».

Σχετικά με τον πληθωρισμό, στο ερώτημα αν η ΕΚΤ εξακολουθεί να προβλέπει χαμηλότερο επίπεδο το δεύτερο εξάμηνο του έτους και πού πιστεύει ότι θα διαμορφωθεί το 2023 και το 2024, απάντησε: «Τους προσεχείς μήνες, αυτές οι πολύ υψηλές τιμές της ενέργειας θα μετακυλισθούν στις τιμές λιανικής σε όλη την οικονομία, καθώς όλοι οι τομείς της οικονομίας πρέπει να προσαρμοστούν στο υψηλότερο κόστος της ενέργειας. Ομως, οι υψηλές τιμές της ενέργειας μειώνουν με επίπονο τρόπο και την αγοραστική δύναμη, οδηγώντας σε μείωση της κατανάλωσης και ενεργώντας ως αντιπληθωριστικός παράγοντας. Γνωρίζουμε επίσης ότι καθώς η μεγάλη άνοδος των τιμών της ενέργειας ξεκίνησε το β΄ εξάμηνο του 2021, οι επιδράσεις της βάσης σύγκρισης θα συμβάλουν με μηχανικό τρόπο στη μείωση των ρυθμών πληθωρισμού το β΄ εξάμηνο του 2022. Εννοείται ότι θα συνεχίσουμε να δίνουμε ιδιαίτερη προσοχή σε τυχόν ενδείξεις ισχυρότερων δευτερογενών επιδράσεων που μπορεί να επηρεάσουν τη δυναμική του πληθωρισμού το 2023-2024. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί εντέλει τη βασική πηγή αβεβαιότητας που περιβάλλει τις προοπτικές για τον πληθωρισμό σε ό,τι αφορά τόσο τις συνέπειες για περαιτέρω εξελίξεις στις τιμές της ενέργειας όσο και τη δυσμενή επίδραση του πολέμου στην εμπιστοσύνη των καταναλωτών και των επενδυτών».

Πηγή: kathimerini.gr

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News