Business & Finance Πέμπτη 24/06/2021, 13:10
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ

Οι νέες επικουρικές συντάξεις: Το ύψος τους και το κόστος για το κράτος

Οι νέες επικουρικές συντάξεις: Το ύψος τους και το κόστος για το κράτος

Την πλήρη αντιστροφή της ηλιακής πυραμίδας στην Ελλάδα προσπαθεί να αντιμετωπίσει το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης, το οποίο θα είναι υποχρεωτικό για όσους εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας από 1η Ιανουαρίου 2022 και προαιρετικό για ασφασλισμένους έως και 35 ετών. Το σύστημα μετατρέπεται από διανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό και σύμφωνα με τον Κωστή Χατζηδάκη και τον Πάνο Τσακλόγλου που το παρουσίασαν έχει τέσσερα βασικά πλεονεκτήματα: 

1. Οι νέοι ασφαλισμένοι θα αποκτήσουν σε σημαντικό βαθμό τον έλεγχο της σύνταξής τους 
2. Το νέο σύστημα θα οδηγήσει σε υψηλότερες επικουρικές συντάξεις
3. Δημιουργείται κουλτούρα αποταμίευσης (με τον ατομικό κουμπαρά)
4. Ενισχύεται η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασαν οι υπουργοί η αναλογία των ασφαλισμένων προς συνταξιούχους από το 2,6 το 2020 θα υποχωρήσει στο 1,7 το 2050, η μέση επικουρική σύνταξη θα μειωθεί από 16% του μέσου μισθού που είναι σήμερα σε λιγότερο από 10%. Σε αρκετές χώρες του ΟΟΣΑ, όπως είπαν, πάνω από το 50% του εργατικού δυναμικού καλύπτεται συμπληρωματικά από κάποιο κεφαλαιοποιητικό πρόγραμμα ασφάλισης. 

Για κάθε εργαζόμενο που θα ασφαλίζεται στο νέο σύστημα θα δημιουργείται προσωπικός λογαριασμός στον οποίο θα κατατίθενται οι εισφορές του. Οι εισφορές αυτές θα επενδύονται από το δημόσιο  ταμείο που θα δημιουργηθεί για το σκοπό αυτό, σύμφωνα με τις προτιμήσεις του ασφαλισμένου ανάλογα με το ρίσκο που είναι διατεθειμένος να αναλάβει. 

Θα υπάρχουν τρία «υπο-ταμεία» από τα οποία θα μπορεί να επιλέξει ο εργαζόμενος. Το «συντηρητικό», το «ισορροπημένο» και το «επιθετικό». Θα υπάρχει βέβαια και η επιλογή συνδυασμού των υπό-ταμείων. Ο ασφαλισμένος θα μπορεί να επιλέγει όχι απλώς την τοποθέτηση των εισφορών του σε ένα από τα τρία αυτά υπο-ταμεία, αλλά την αναλογία τοποθέτησης των εισφορών του σε αυτά. Για παράδειγμα, θα μπορεί να τοποθετεί το 40% των εισφορών του σε ένα υπο-ταμείο και το 60% σε ένα άλλο. Αν o ασφαλισμένος δεν προχωρήσει σε συγκεκριμένη επιλογή τότε αυτόματα θα επιλέγεται  το «ισορροπημένο» υπο-ταμείο . Η επιλογή του υπο-ταμείου από τον ασφαλισμένο θα γίνεται κατά το άνοιγμα του λογαριασμού του ενώ θα μπορεί να αλλάζει την επιλογή του κάθε τρία χρόνια. Ο ασφαλισμένος ανά πάσα στιγμή θα μπορεί να βλέπει και να ελέγχει τον λογαριασμό των εισφορών του μέσα από τον υπολογιστή του. Τα τρία υπο-ταμεία θα ακολουθούν τα λεγόμενα «προφίλ ηλικίας» – δηλαδή, το επίπεδο του επενδυτικού κινδύνου θα μειώνεται καθώς ο ασφαλισμένος θα πλησιάζει στην ηλικία συνταξιοδότησής του.

Το νέο ύψος των συντάξεων

Από τις μελέτες και τις προβολές που έχον γίνει προκύπτει ότι το νέο σύστημα μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικά υψηλότερες επικουρικές συντάξεις σε σχέση με το υφιστάμενο.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, ενώ αυτή τη στιγμή το ύψος της μηνιαίας επικουρικής σύνταξης για μέσο μισθό 1.400 ευρώ και 40 έτη ασφάλισης ανέρχεται σε 235 ευρώ, με το νέο σύστημα η επικουρική σύνταξη μπορεί να  φτάσει στα 326 ευρώ με βάση την επαγγελματική διαχείριση των κεφαλαίων του ΕΦΚΑ και στα 479 ευρώ με βάση τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ που έχουν τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα με τις υψηλότερες αποδόσεις.

Σε ένα άλλο παράδειγμα, η μηνιαία επικουρική σύνταξη εργαζόμενου που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό (650 ευρώ) και διαθέτει 40 χρόνια ασφάλισης διαμορφώνεται με το υφιστάμενο σύστημα στα 153 ευρώ. Με το νέο κεφαλαιοποητικό σύστημα η σύνταξη μπορεί να ανέλθει στα 219 ευρώ, να αυξηθεί δηλαδή κατά 43%, με αποδόσεις ίσες με τον μέσο όρο των κεφαλαιοποιητικών συνταξιοδοτικών συστημάτων των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ. Μπορεί δε να αυξηθεί ακόμα περισσότερο, στα 257 ευρώ (+68% σε σχέση με το υφιστάμενο σύστημα) εάν επιτευχθούν αποδόσεις ίσες με τη μέση ετήσια απόδοση των αποθεματικών του ΕΦΚΑ που διαχειρίζεται το Μικτό Αμοιβαίο Κεφαλαίο της ΑΕΔΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισμών.

Το κόστος

Σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας το κόστος μετάβασης εκτιμάται σε 300 εκατ. ευρώ -κατά μέσο όρο- κάθε χρόνο για την πρώτη 10ετία εφαρμογής του νέου συστήματος. Η πραγματική μέση ετήσια επιβάρυνση του προϋπολογισμού για την περίοδο αναφοράς (2022-2070) υπολογίζεται σε 120 εκατ. ευρώ ή, σωρευτικά, 6 δισ. έως το 2070.

Το υπουργείο ανάθεσε την εκπόνηση τριών μελετών ώστε να έχει πλήρη εικόνα των επιπτώσεων της μεταρρύθμισης στην οικονομία. Οι μελέτες θα κατατεθούν στη Βουλή μαζί με το νομοσχέδιο. 

  • Η αναλογιστική μελέτη, για το κόστος της μετάβασης στο νέο σύστημα και το ρυθμό ωρίμανσής της εκπονήθηκε από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή. Από αυτήν προέκυψε ότι το ποσοστό κάλυψης των ασφαλισμένων από τη νέα επικουρική θα ξεπεράσει το 50% το 2045 και το 90% το 2065.  Τα στοιχεία για το κόστος μετάβασης αναφέρθηκαν πιο πάνω. 
  • Η μακροοικονομική μελέτη, η οποία εκπονήθηκε από το Ινστιτούτο Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), τα βασικά ευρήματα της οποίας είναι τα εξής:  
  1. Το αποθεματικό του νέου Ταμείου στο τέλος της περιόδου αναφοράς (2070) εκτιμάται στο 31% του ΑΕΠ  
  2. Οι ετήσιες εγχώριες επενδύσεις θα αυξηθούν μεσοσταθμικά κατά 0,6% του ΑΕΠ την περίοδο 2022-2070 
  3. Σταδιακή αύξηση ΑΕΠ σε σύγκριση με το σενάριο της μη υλοποίησης της μεταρρύθμισης η οποία θα φτάσει σε ύψος 6-7% στο τέλος της περιόδου αναφοράς (2070) 
  4. Ενίσχυση της απασχόλησης, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών, άμεσων και έμμεσων φόρων 

Τέλος, η ανάλυση  βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους που εκπονήθηκε από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), δείχνει ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2045 οι επιπτώσεις της μεταρρύθμισης στο δημόσιο χρέος είναι πολύ μικρές.   

 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News