Μικρή η διείσδυση των βιολογικών προϊόντων στα ελληνικά νοικοκυριά – Η εικόνα στην ΕΕ
Εξαιρετικά μικρή παραμένει η διείσδυση των βιολογικών προϊόντων στα ελληνικά νοικοκυριά, καθώς είτε λόγω κουλτούρας είτε λόγω περιορισμένων εισοδημάτων η ετήσια κατά κεφαλή δαπάνη για την αγορά προϊόντων αυτής της κατηγορίας είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μόλις 6 ευρώ, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην έκθεση που δημοσιοποίησε χθες το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ) υπό τον τίτλο «Βιολογική γεωργία στην ΕΕ: Κενά και ασυνέπειες υπονομεύουν την επιτυχία της πολιτικής». Την ίδια ώρα στη Δανία, χώρα με πολύ μικρότερη -αναλογικά- καλλιεργούμενη με βιολογική μέθοδο γη η ετήσια κατά κεφαλή δαπάνη για βιολογικά προϊόντα ανέρχεται σε 364 ευρώ. Εύλογα θα σκεφτεί κάποιος ότι o μέσος καθαρός μισθός στη Δανία είναι περίπου 2.800 ευρώ.
Είναι μόνο, όμως, αυτός ο λόγος της τόσο μεγάλης απόκλισης ανάμεσα στη Δανία και την Ελλάδα; Την απάντηση μας τη δίνει η… Αυστρία. Στην εν λόγω χώρα, εκεί όπου ήδη η ετήσια κατά κεφαλή δαπάνη για την αγορά βιολογικών τροφίμων είναι 274 ευρώ, η δεύτερη υψηλότερη στην ΕΕ, έχει τεθεί στόχος να διατίθενται βιολογικά τρόφιμα στα δημόσια κυλικεία σε ποσοστό 55% έως το 2030. Στρατηγική που αποσκοπεί τόσο στην ενίσχυση της υγιεινής διατροφής όσο και στην περαιτέρω προώθηση της βιολογικής γεωργίας.
Υπάρχει και μία ακόμη αιτία που τα βιολογικά προϊόντα παραμένουν μια πολύ μικρή αγορά, μια niche αγορά, με μερίδιο μόλις 4% στη συνολική αγορά τροφίμων της ΕΕ. Όπως σημείωσε χθες κατά την παρουσίαση της έκθεσης η Κέιτ Πέντους – Ροσιμάνους, μέλος του ΕΕΣ, «το φαινόμενο αυτό συνδέεται και με το γεγονός ότι η χρηματοδότηση από την ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική) βασίζεται στην έκταση, κάτι που σημαίνει ότι οι γεωργοί δεν χρειάζεται να παράγουν ή να πουλάνε τα προϊόντα τους για να λαμβάνουν την κοινοτική επιδότηση. Αποτέλεσμα αυτού είναι οι βοσκότοποι, για παράδειγμα, να μετατρέπονται σε βιολογικοί για να λαμβάνουν οι γεωργοί και κτηνοτρόφοι την επιδότηση, αλλά όχι και η εκτροφή των ζώων. Μόνο το 6% των αγελάδων και 1% των χοίρων είναι σε βιολογικές εκτροφές».
Στην Ελλάδα τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 6,4% και 0,1%, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης. Όσο για την έκταση που καλλιεργείται με βιολογικές μεθόδους, αυτή τη στιγμή είναι στο 17,2% της συνολικά καλλιεργούμενης με τον στόχο που έχει τεθεί από το υπουργείο να είναι 20% έως το 2030. Την περίοδο 2014-2021 οι εκτάσεις βιολογικής γεωργίας αυξήθηκαν στην Ελλάδα κατά 47%. Σημειώνεται ότι ο στόχος που έχει τεθεί από την ΕΕ είναι να φτάσει η καλλιεργούμενη βιολογικά έκταση στο 25% μέχρι το 2030. Το 2022, περίπου 17 εκατομμύρια εκτάρια γης στην ΕΕ καλλιεργούνταν με βιολογικές μεθόδους, ήτοι το 10,5 % της συνολικής χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης. Ας σημειωθεί ότι η Ελλάδα και η Λιθουανία είναι τα δύο κράτη – μέλη της ΕΕ που δεν έχουν υποβάλλει και εθνικά σχέδια στην Κομισιόν για την ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας.
Αν μη τι άλλο πρόκειται για επιδόσεις διόλου ικανοποιητικές, δεδομένου ότι την περίοδο 2014-2022 οι γεωργοί στην ΕΕ έλαβαν περίπου 12 δισ. ευρώ για τη στήριξη των πρακτικών βιολογικής γεωργίας στο πλαίσιο της ΚΑΠ.
Προκειμένου να περιορισθεί αυτή η στρέβλωση, δηλαδή της χρηματοδότησης της βιολογικής γεωργίας χωρίς αυτό να σημαίνει αύξηση της παραγωγής, κάποια κράτη – μέλη εφήρμοσαν επιπλέον μέτρα. Η Αυστρία, η Πολωνία και η Ιταλία ζήτησαν από τους γεωργούς να παράγουν εκροές από τα αγροτεμάχια που έλαβαν στήριξη, παραδείγματος χάριν, να προβούν στη συγκομιδή των καλλιεργειών στα αγροτεμάχια αυτά ή να χρησιμοποιήσουν το χορτάρι από τα αγροτεμάχια αυτά για τη σίτιση των ζώων. Από το 2023, στην Ιταλία, οι γεωργοί που πωλούν την παραγωγή τους ως βιολογική λαμβάνουν κοινοτική στήριξη κατά προτεραιότητα.
Τελευταία στρέβλωση, αλλά όχι λιγότερο σημαντική είναι αυτή που αφορά στο είδος των σπόρων που χρησιμοποιούνται στη βιολογική γεωργία. Κατά τη φύτευση των καλλιεργειών τους, οι βιοκαλλιεργητές είναι υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν βιολογικούς σπόρους. Όταν αυτοί δεν διατίθενται στην αγορά, μπορούν να ζητούν άδεια κατά παρέκκλιση για τη χρήση μη βιολογικών σπόρων. Σύμφωνα με μελέτη της ΕΕ (το 2021) εκτιμάται ότι μεταξύ του 23% (για τη βρώμη) και του 75% (για τα καρότα) των σπόρων που αγοράζουν οι βιοκαλλιεργητές στην ΕΕ δεν είναι βιολογικοί. Τι συμβαίνει στην Ελλάδα; Μια ματιά στην ιστοσελίδα του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, όπου αναρτώνται τα στοιχεία για τις κατά παρέκκλιση άδειες, δείχνουν ότι κάθε χρόνο χρησιμοποιούνται αρκετές χιλιάδες τόνοι μη βιολογικών σπόρων.
Διαβάστε επίσης:
Βιολογική γεωργία: Κενά και ασυνέπειες στη στρατηγική της ΕΕ διαπιστώνει το ΕΕΣ
Ανεβαίνει η βιολογική μελισσοκομία – Μέτρα στήριξης από το ΥΠΑΑΤ
«Μαγνήτης» η παραγωγή στέβιας – Τι δείχνει το πιλοτικό πρόγραμμα «Νέα Γη: Από τον καπνό στη στέβια»
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News