ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Ασφαλιστικές: Αλλάζει ο τρόπος υπολογισμού των αυξήσεων για τα παλιά συμβόλαια υγείας

Ασφαλιστικές: Αλλάζει ο τρόπος υπολογισμού των αυξήσεων για τα παλιά συμβόλαια υγείας

Το ύψος των αποζημιώσεων που καταβάλλουν κάθε χρόνο οι ασφαλιστικές εταιρείες, ο χρόνος έναρξης της ασφάλισης και η ηλικία του ασφαλισμένου, αποτελούν τα κριτήρια βάσει των οποίων θα καθορίζονται οι ετήσιες αυξήσεις στα παλιά συμβόλαια υγείας που έχουν ισόβια διάρκεια. Αυτό προβλέπει προεδρικό διάταγμα που εκδόθηκε σε εφαρμογή της ρύθμισης που έχει συμπεριληφθεί στο νέο πτωχευτικό νόμο που ψηφίστηκε το 2020 και η οποία προβλέπει ότι οι ετήσιες αναπροσαρμογές στα ασφάλιστρα των συμβολαίων υγείας θα γίνονται βάσει συγκεκριμένων και αντικειμενικών κριτηρίων.

Τα κριτήρια αυτά θα συνθέτουν τον Εθνικό Δείκτη Υγείας (ΕΔΥ), που θα καταρτίζει ο ΙΟΒΕ και με βάση το προεδρικό διάταγμα είναι:

1. H ηλικία των ασφαλισμένων και των αποζημιούμενων.

2. Οι ημερομηνίες ισχύος των αντίστοιχων ασφαλίσεων.

3. Οι ημερομηνίες αναγγελίας των περιστατικών για τα οποία καταβλήθηκε αποζημίωση. 

4. Τα όρια κάλυψης που προβλέπονται από τα προγράμματα ασφάλισης, όπως και τα ποσά ενδεχόμενης συμμετοχής του ασφαλισμένου στο συνολικό κόστος.

5. Τα συνολικά ποσά που καταβλήθηκαν από την ασφαλιστική εταιρία για κάθε περίπτωση αποζημίωσης.

6. Τα ποσά που οφείλονται αλλά δεν έχουν ακόμη καταβληθεί, δηλαδή οι εκκρεμείς αποζημιώσεις για κάθε περίπτωση αποζημίωσης.

7. Το χρονικό σημείο αναφοράς, δηλαδή η ημερομηνία κατά την οποία τα παραπάνω δεδομένα είχαν τις συγκεκριμένες τιμές.

Mε δεδομένο ότι το κόστος των αποζημιώσεων είναι υψηλό σε μεγάλες ηλικίες, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για υψηλές ετήσιες αυξήσεις, πέραν του 9% -10% που ήταν ο μέσος όρος της ετήσιας ανατιμολόγησης την προηγούμενη χρονιά για τα συγκεκριμένα συμβόλαια.

Η διασύνδεση των αποζημιώσεων με βάση έναν αντιπροσωπευτικό δείκτη που θα βασίζονταν σε στοιχεία για το κόστος των αποζημιώσεων αποτελούσε εδώ και χρόνια πάγιο αίτημα της ασφαλιστικής αγοράς, που είχε αμφισβητήσει την αντικειμενικότητα του δείκτη υγείας της ΕΛΣΤΑΤ. Για τον λόγο αυτό είχε αναθέσει στον ΙΟΒΕ την κατάρτιση ενός δείκτη που θα στηρίζεται στον υπολογισμό του καθαρού κόστους κάλυψης αποζημιώσεων ανά ηλικία. Σύμφωνα με την ανάλυση του ΙΟΒΕ το κόστος αυτό έχει αυξηθεί από 0,2% έως 10,4% ετησίως το διάστημα 2011 – 2018, ενώ την τελευταία 8ετία καταγράφει συνολικά έντονα ανοδική πορεία, της τάξης του 52%. Ο δείκτης αυτός καταρρίπτει ότι το κόστος υγείας με βάση το Δείκτη που καταρτίζει η ΕΛΣΤΑΤ, καταγράφει σωρευτική μείωση κατά 3,9% την ίδια περίοδο. Το σκεπτικό είναι ότι δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη το κόστος νοσηλείας στα ιδιωτικά νοσηλευτήρια, που αυξάνεται συστηματικά τα τελευταία χρόνια, επιβαρύνοντας το κόστος αποζημιώσεων για τα παλιά ασφαλιστήρια προγράμματα υγείας που έχουν ισόβια διάρκεια. Σύμφωνα μάλιστα με την άποψη που έχουν διατυπώσει εκπρόσωποι της ασφαλιστικής αγοράς, η ολιγοπωλιακή διάρθρωση του κλάδου της ιδιωτικής υγείας στη χώρα μας, δημιουργεί προβληματισμό για την περαιτέρω εξέλιξη του κόστους τα προσεχή χρόνια.

Συνέπεια αυτής της κατάστασης ήταν οι όποιες αυξήσεις επιχειρούσαν οι ασφαλιστικές εταιρείες μέχρι σήμερα, ακόμα και αν αυτές ήταν δικαιολογημένες από τα στοιχεία κόστους της ασφαλιστικής κάλυψης, να ακυρώνονται ουσιαστικά μέσα από μαζικές προσφυγές, πολλές από τις οποίες κατέληγαν σε υπαναχώρηση των ασφαλιστικών εταιρειών ή στην επιβολή υψηλών προστίμων στον κλάδο από τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή. 

Πλέον ο νόμος και το προεδρικό διάταγμα επιχειρεί να λύσει αυτό το θέμα εισάγοντας «αντικειμενικά» κριτήρια για τον υπολογισμό των αυξήσεων και είναι σαφές ότι οδηγεί σε σημαντικές αυξήσεις για τη συγκεκριμένη κατηγορία ασφαλισμένων, οι οποίοι ακριβώς επειδή πρόκειται για παλιά συμβόλαια, είναι μεγάλης ηλικίας.

Να σημειωθεί ότι η σχετική διάταξη παρέχει πρόσθετη ευελιξία στις ασφαλιστικές εταιρείες καθώς προβλέπει ότι «σε περίπτωση που η αναπροσαρμογή ευρίσκεται εκτός των ορίων των παραγόντων και δεικτών που προβλέπει η διάταξη, οι ασφαλιστικές εταιρείες οφείλουν να ενημερώνουν τους λήπτες της ασφάλισης για το ύψος της αναπροσαρμογής των ασφαλίστρων, παρέχοντας διευκρινίσεις  για την απόκλιση από τα όρια των παραγόντων και των συγκεκριμένων δεικτών». Η ενημέρωση θα πρέπει να γίνεται από την ασφαλιστική εταιρεία εντός προθεσμίας 60 ημερών πριν από κάθε επερχόμενη αναπροσαρμογή. Αν η συμβατική ρήτρα για την αναπροσαρμογή των ασφαλίστρων είναι ασφαλής ή ελλιπής ή αν έχει προβλεφθεί κατά τρόπο που δεν πληροί τις αρχές της διαφάνειας και της καταλληλότητας, επιτρέπεται η αναπροσαρμογή μόνο εάν ο ασφαλισμένος ενημερωθεί για κάθε επερχόμενη αναπροσαρμογή και τον τρόπο με τον οποίο αυτή υπολογίζεται εντός προθεσμίας 60 τουλάχιστον ημερών πριν τη θέση σε ισχύ της επερχόμενης αναπροσαρμογής. 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News