BUSINESS & FINANCE

Χρ. Σταϊκούρας προς τράπεζες για ρευστότητα: «Ναι μεν, αλλά»

Χρ. Σταϊκούρας προς τράπεζες για ρευστότητα: «Ναι μεν, αλλά»

Μπορείτε και καλύτερα… ήταν το μήνυμα που απηύθυνε χθες ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας προς τις τράπεζες σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που εμφανίζει σημάδια κόπωσης το 8μηνο του τρέχοντος έτους σε σχέση με το 2020.

Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν χθες στη Βουλή κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων στην οποία εκτός από τον υπουργό Οικονομικών, συμμετείχαν ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών Βασίλης Ράπανος, ο διευθυντής οικονομικής ανάλυσης και μελετών της ΤτΕ Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος και εκπρόσωποι των παραγωγικών τάξεων.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο κ. Ράπανος οι τράπεζες διοχέτευσαν το 8μηνο του τρέχοντος έτους δάνεια ύψους 8,8 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 5,2 δισ. ευρώ ήταν δάνεια σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Το ύψος της χρηματοδότησης επιβεβαιώνει ότι «οι τράπεζες διοχετεύουν ρευστότητα στην πραγματική οικονομία», σχολίασε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, αλλά όπως παρατήρησε όχι «στην επιθυμητή ένταση και έκταση, ειδικά προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις». «Η κυβέρνηση έχει κάνει αυτό που οφείλει, για να διοχετεύσει ρευστότητα στην πραγματική οικονομία και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για βιώσιμη πιστωτική επέκταση», υπογράμμισε ο υπουργός Οικονομικών αναφερόμενος στα μέτρα στήριξης της οικονομίας (επιστρεπτέα προκαταβολή, προγράμματα επιδότησης δόσεων δανείων, χρηματοδοτικά εργαλεία της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, πρόγραμμα Ηρακλής), καλώντας τις τράπεζες «να συμβάλλουν περισσότερο». 

Η κυβέρνηση, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, σχεδίασε και υλοποιεί ένα ευρύ πλέγμα μέτρων στήριξης και ενίσχυσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, ύψους 42,7 δισ. ευρώ, κρατώντας όρθια την κοινωνία και την οικονομία, σημείωσε ο υπουργός Οικονομικών για να συμπληρώσει ότι σε μία χώρα τραπεζο-κεντρική, όπως είναι η Ελλάδα, η παροχή ρευστότητας στην πραγματική οικονομία μέσω των πιστωτικών ιδρυμάτων είναι προϋπόθεση για την επίτευξη υψηλής και διατηρήσιμης ανάπτυξης, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής», σημείωσε ο υπουργός Οικονομικών.

Με βάση τα στοιχεία που παρουσίασε στη Βουλή ο κ. Ράπανος κατά το 8μηνο του 2021 δόθηκαν προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις 16.901 δάνεια τακτής λήξης, ενώ άλλα 6.353 ήταν τα δάνεια που δόθηκαν με τη μορφή αλληλόχρεων λογαριασμών. Σε ότι αφορά την κατανομή των δανείων με βάση το μέγεθος των επιχειρήσεων, προκύπτει ότι οι μικρές επιχειρήσεις με τζίρο έως 5 εκατ. ευρώ, δανειοδοτήθηκαν με 2 δισ. ευρώ και οι επιχειρήσεις με τζίρο άνω των 5 εκατ. ευρώ έλαβαν δάνεια ύψους 3,2 δισ. ευρώ. Ο κ. Ράπανος σημείωσε ότι οι τράπεζες επιδιώκουν να βρουν αξιόχρεους πελάτες και να διοχετεύσουν την αυξημένη ρευστότητα που διαθέτουν αυτή την περίοδο, χωρίς όμως να παραβιάζουν τις βασικές αρχές της υγιούς χρηματοδότησης και τα κριτήρια που επιβάλλει η ΕΚΤ. Από την πλευρά του ο κ. Σταϊκούρας αντέτεινε ότι «χωρίς να αγνοούν τους ευρωπαϊκούς κανόνες, οι τράπεζες πρέπει να αναβαθμίσουν το σύστημα συλλογής πληροφοριών και δεδομένων, ποσοτικών και ποιοτικών, προκειμένου να είναι σε θέση να αναλύουν, σε μεγαλύτερο βάθος, τις ελληνικές επιχειρήσεις, να εντοπίζουν περισσότερες βιώσιμες επιχειρήσεις και να τιμολογούν τον πιστωτικό κίνδυνο με μεγαλύτερη ακρίβεια, θίγοντας και το θέμα του υψηλού κόστους δανεισμού με το οποίο επιβαρύνονται οι μικρές επιχειρήσεις.

«Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να προετοιμαστούν καλύτερα, ώστε να εντοπίζουν περισσότερες βιώσιμες επιχειρήσεις, διευρύνοντας την περίμετρο των δικαιούχων πιστώσεων», υπογράμμισε ο κ. Σταϊκούρας απαντώντας ουσιαστικά στο επιχείρημα των τραπεζών ότι βασικός λόγος απόρριψης των αιτημάτων για δανεισμό είναι η χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων της χώρας. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο κ. Ράπανος η χαμηλή πιστοληπτική αξιολόγηση είναι η βασική αιτία απόρριψης σε ποσοστό 60,5%των αιτημάτων για δανεισμό, ενώ άλλο ένα 14,1% των αιτημάτων απορρίπτεται γιατί η επιχείρηση παρουσιάζει συνεχόμενες ζημιογόνες οικονομικές χρήσεις ή είναι υπερδανεισμένη και άρα δεν διαφαίνεται δυνατότητα αποπληρωμής της αιτούμενης χρηματοδότησης. Σημαντική αιτία απόρριψης (16,1%) είναι το γεγονός ότι η προτεινόμενη επένδυση δεν κρίνεται σκόπιμη βάσει της επιχειρηματικής δραστηριότητας του υποψήφιου δανειολήπτη, ενώ το γεγονός ότι η επιχείρηση δεν προσφέρει τις απαιτούμενες εξασφαλίσεις, είναι η αιτία μόνο για το 2% των απορρίψεων.

Στην τοποθέτησή του ο εκπρόσωπος της ΤτΕ κ. Μαλλιαρόπουλος παρουσίασε στοιχεία με βάση τα οποία την περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου του 2021, η ακαθάριστη ροή χρηματοδότησης, δηλαδή τα νέα δάνεια, χωρίς τις αποπληρωμές, ανήλθαν σε 5,6 δισ. ευρώ, κατανεμημένη κατά 3,3 και 2,3 δισ. ευρώ προς μεγάλες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντίστοιχα, έναντι 16,2 δισ. ευρώ το 2020, εκ των οποίων τα 10,2 δισ. ευρώ κατευθύνθηκαν προς τις μεγάλες επιχειρήσεις και 6,2 δισ. ευρώ προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις

  • Σε όρους καθαρής ροής χρηματοδότησης, δηλαδή τα νέα δάνεια αφού αφαιρεθούν οι αποπληρωμές που πραγματοποίησαν οι επιχειρήσεις, την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2021, ήταν ελαφρώς αρνητική (-90 εκατ. ευρώ έναντι θετικής ροής 6,7 δισ. ευρώ συνολικά το 2020 και 1,9 δισ. ευρώ το 2019), σημείωσε ο κ. Μαλλιαρόπουλος.
  • Αν και αυξήθηκε το μερίδιο της χρηματοδότησης που κατευθύνθηκε προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις το 2021, σε απόλυτα μεγέθη οι μεγάλες επιχειρήσεις συνέχισαν να αντλούν συνολικά υψηλότερα ποσά, παρατήρησε ο κ. Μαλλιαρόπουλος.
  • Συγκεκριμένα, προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (δηλαδή επιχειρήσεις με έως 249 εργαζόμενους και αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων στη χώρα) κατευθύνθηκε περίπου το 41%  της ακαθάριστης ροής του 2021. Τα ποσοστά αυτά, υπολείπονται της συνεισφοράς των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην οικονομία σε όρους προστιθέμενης αξίας, καθώς σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις  παράγουν το 63,5% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας του ιδιωτικού τομέα. 
  • Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι το μερίδιο της τραπεζικής πίστης που διοχετεύεται στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα δεν απέχει σημαντικά από εκείνο που παρατηρείται και σε άλλες οικονομίες διεθνώς. Σύμφωνα με μελέτες του ΟΟΣΑ, το ποσοστό χρηματοδότησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στη συνολική χρηματοδότηση του τραπεζικού τομέα ανερχόταν το 2018 σε 30,4% για τις χώρες μεσαίου εισοδήματος και σε 52,5% για τις χώρες υψηλού εισοδήματος).
  • Βέβαια, το γεγονός ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις συνεισφέρουν πολύ περισσότερο στην απασχόληση (88% έναντι 67% στην ΕΕ-27), καθώς είναι επιχειρήσεις εντάσεως εργασίας, θα δικαιολογούσε υψηλότερα ποσοστά τραπεζικού δανεισμού από τα σημερινά, σημείωσε ο εκπρόσωπος της ΤτΕ, για να καταλήξει ότι «οι τράπεζες παραμένουν επιφυλακτικές καθώς οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται από υψηλότερο κίνδυνο».
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News