Business & Finance Πέμπτη 11/02/2021, 16:14
BUSINESS & FINANCE

Τ. Γιαννίτσης: Τέσσερις παράγοντες για τη μερική εισαγωγή της κεφαλαιοποίησης στο ασφαλιστικό

Τ. Γιαννίτσης: Τέσσερις παράγοντες για τη μερική εισαγωγή της κεφαλαιοποίησης στο ασφαλιστικό

Σε ποιο βαθμό θέλουμε να επιβαρύνουμε τις νεότερες γενεές, μετατοπίζοντας συνεχώς το κόστος της ευημερίας μας ή των λαθών μας σε αυτές και στο μέλλον; Και ποια είναι τα όρια μιας τέτοιας μετακύλισης; Τα παραπάνω ερωτήματα έθεσε ο ομότιμος Καθηγητής Οικονομικών Επιστημών και πρώην υπουργός Τάσος Γιαννίτσης κατά την ομιλία του στο 2ο Συνέδριο Επαγγελματικής Ασφάλισης που διοργάνωσε η Ελληνική ΄Ενωση Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης.

Μιλώντας στο πάνελ με θέμα «Ασφαλιστική Μεταρρύθμιση, Κεφαλαιοποίηση και Φορείς Παροχής Συμπληρωματικής Ασφάλισης» ο κ. Γιαννίτσης παρατήρησε πως η συζήτηση για τη μερική κεφαλαιοποίηση των συντάξεων δεν μπορεί να γίνει παραγνωρίζοντας τον βαθύτατο προβληματικό χαρακτήρα του ασφαλιστικού συστήματος. Θύμισε μάλιστα τρεις εξελίξεις της περιόδου 2000-2018, κατά την οποία: α) οι συνολικές δαπάνες για συντάξεις αυξήθηκαν από 17,5 δισ. ευρώ σε 35 δις. ευρώ ή από 12,7% σε 18,7% του ΑΕΠ, β) οι φόροι από τους οποίους το Δημόσιο χρηματοδοτεί τις συντάξεις αυξήθηκαν από 6,4 δισ. ευρώ  σε 17 δισ. ευρώ, και γ) η σχέση συνολικών συντάξεων προς συνολικούς μισθούς αυξήθηκε από 41% σε 71%. 

Όπως επισήμανε ο πρώην υπουργός, αντίθετα με τη γενική εντύπωση, οι αρνητικές επιδράσεις του ασφαλιστικού μιας χώρας δεν προκύπτουν μόνο όταν υπάρχουν ελλείμματα, αλλά και από το βάρος του στην οικονομία, ανεξάρτητα από τα ελλείμματα. «Σήμερα, η Ελλάδα, μετά την Ιταλία, έχει το μεγαλύτερο βάρος ασφαλιστικών δαπανών στο ΑΕΠ σε όλη την Ευρώπη. Και οι δύο οικονομίες δεν ανθούν» σημείωσε.

Ανέπτυξε στη συνέχεια τους τέσσερις παράγοντες που κάνουν σκόπιμη την εισαγωγή ενός συστήματος κεφαλαιοποίησης για ένα τμήμα του ασφαλιστικού συστήματος:

  • Τη διαγενεακή δικαιοσύνη με δεδομένη την καλπάζουσα γήρανση,
  • την εμπέδωση εμπιστοσύνης,
  • την καταπολέμηση της de facto ιδιωτικοποίησης του συστήματος ασφάλισης για αυξανόμενο αριθμό ασφαλισμένων, και
  • τη μείωση της επιβάρυνσης των χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων για τη χρηματοδότηση των σημερινών ελλειμμάτων.

Σε ό,τι αφορά τη διαγενεακή δικαιοσύνη ο κ. Γιαννίτσης σημείωσε πως όταν κάθε νεότερη γενεά είναι αριθμητικά μικρότερη από την προηγούμενη, όπως στην Ελλάδα, είναι μαθηματικά βέβαιο, ότι θα έχει συνταξιοδοτικό όφελος χαμηλότερο από το ποσό που θα έχει πληρώσει για τις συντάξεις της προηγούμενης γενεάς. «Μια τέτοια σχέση δεν σημαίνει αλληλεγγύη γενεών, αλλά αναπαραγωγή μιας διευρυμένης αδικίας. Γιατί κάθε νέα γενεά πρέπει να υφίσταται μια όλο και μεγαλύτερη μείωση του εισοδήματός της, αντί ένα τμήμα των συντάξεων αυτών να χρηματοδοτηθεί από την αποταμίευση αυτών που θα τις αποκτήσουν;» διερωτήθηκε.  

Υπογράμμισε ακόμη πως με κλονισμένη την εμπιστοσύνη στο ασφαλιστικό σύστημα, η μετάβαση σε νέα σχήματα ασφάλισης χρειάζεται να εμπνέει μακροχρόνια τη βεβαιότητα, ότι οι νέοι κανόνες λειτουργίας θα είναι διαφανείς, αποτελεσματικοί και ανεπηρέαστοι. Όπως ανέφερε, η κεφαλαιοποίηση ενός τμήματος της κοινωνικής ασφάλισης μπορεί να ενισχύσει την εμπιστοσύνη, εφ’ όσον:  

  • Αποθαρρύνει την εισφοροδιαφυγή και διασφαλίσει ότι οι ίδιοι που καταβάλουν εισφορές θα είναι και οι ωφελούμενοι της αποταμίευσής τους και όχι άλλοι.
  • Προστατεύει το ασφαλιστικό σύστημα από αναποτελεσματικές, άδικες ή καταχρηστικές κρατικές παρεμβάσεις, όπως αυτές που οδήγησαν στην κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος.

Αναφέρθηκε επίσης και στον κίνδυνο από τις παγκόσμιες ή εθνικές διακυμάνσεις των χρηματοοικονομικών συστημάτων «ίσως το πιο σοβαρό ζήτημα που σχετίζεται με την κεφαλαιοποίηση», όπως είπε. Ωστόσο, όπως έσπευσε να προσθέσει,  μεγάλες χρηματοοικονομικές κρίσεις δεν αγγίζουν μόνο το κεφαλαιοποιητικό σύστημα, πλήττουν και την πραγματική οικονομία, κάνοντας αναγκαίες ευρύτερες προσαρμογές των εισοδημάτων προς τα κάτω, αδιάφορα από το ασφαλιστικό.

Σε ό,τι αφορά την έμμεση ιδιωτικοποίηση της ασφάλισης ο πρώην υπουργός παρατήρησε πως η σημερινή υπερβολική επιβάρυνση του κόστους εργασίας λόγω των αυξημένων εισφορών και φόρων και των συνεχών περικοπών στις κρατικές κοινωνικές παροχές, οδηγεί όλο και περισσότερους εργαζόμενους προς την αδήλωτη εργασία και την παραοικονομία. Στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση κινούνται και οι 750 χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι χιλιάδες ελεύθεροι επαγγελματίες, δηλαδή ένας τεράστιος αριθμός, ανέφερε.

Στην ουσία, όπως επισήμανε, το σημερινό δημόσιο διανεμητικό σύστημα οδηγεί σε μια ιδιότυπη ιδιωτικοποίηση της ασφάλισης, ωθεί έναν όλο και μεγαλύτερο αριθμό εργαζόμενων στην άρνηση να συμμετέχουν σε ένα σύστημα που δεν τους εγγυάται την ανταποδοτικότητα. Έτσι, είτε παραμένουν ανασφάλιστοι, είτε, αν μπορούν, προσφεύγουν σε ιδιωτική ασφάλιση, είτε μεταναστεύουν, ώστε να  ξεφύγουν από τις χαμηλές αμοιβές, τις δυσβάστακτες εισφορές και φόρους και την αναπτυξιακή καθίζηση. «Η τάση αυτή πλήττει ευθέως το ασφαλιστικό σύστημα και τον προϋπολογισμό, αλλά και την ανάπτυξη, η οποία αντί να στηρίζεται σε οργανωμένες και διεθνώς ανταγωνιστικές μορφές παραγωγής, συρρικνώνεται σε ένα πλήθος μη βιώσιμων παραγωγικών μονάδων» συμπλήρωσε.

Οι τάσεις αυτές, σύμφωνα με όσα σημείωσε ο κ. Γιαννίτσης, χωρίς να δημιουργούν εμφανείς συνθήκες σύγκρουσης γενεών ή άλλες εντάσεις, υπονομεύουν «από τα κάτω» και αφανώς την ομαλή λειτουργία του ασφαλιστικού συστήματος, της οικονομίας και της κοινωνίας συνολικότερα.

Επιπλέον, συνέχισε ο κ. Γιαννίτσης, η κρατική χρηματοδότηση των τεράστιων ελλειμμάτων του σημερινού συστήματος επιβαρύνει ιδιαίτερα τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα. «Μέχρι το 2010 περίπου το κράτος χρηματοδότησε τα ελλείμματα του ασφαλιστικού μέσω εξωτερικού δανεισμού, με αποτέλεσμα μια πρωτόγνωρη οικονομική κρίση και κατάρρευση εισοδημάτων και απασχόλησης. Από το 2010 και μετά, όταν ο εξωτερικός δανεισμός σταμάτησε, η κρατική χρηματοδότηση των ακόμα μεγαλύτερων ελλειμμάτων έγινε με αύξηση των φόρων στα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα, μείωση δημόσιων επενδύσεων, κοινωνικών δαπανών για τους άνεργους, την υγεία και την εκπαίδευση και την άμυνα» παρατήρησε, προσθέτοντας πως και στις δύο περιπτώσεις το κόστος του ασφαλιστικού ήταν κοινωνικά ασύμμετρο.

Κλείνοντας την ομιλία του, ο κ. Γιαννίτσης τόνισε πως η αναξιοπιστία και οι κίνδυνοι που έχει το σημερινό σύστημα, κάνουν σκόπιμη την επιλογή να έχουν οι ασφαλισμένοι δικαίωμα να χειριστούν ένα τμήμα της συνταξιοδοτικής τους διασφάλισης, μέσα σε ένα στέρεο θεσμικό πλαίσιο, μία επιλογή, που – όπως είπε – «ξεπερνάει το ασφαλιστικό».

«Σχετίζεται με το ερώτημα πού πάει η χώρα με τα σημερινά δεδομένα και με το ασφαλιστικό στη σημερινή κατάσταση; Πώς μπορούμε να βρεθούμε, έστω το 2030, στη θέση που είμασταν το 2008, δηλαδή 22 χρόνια πριν και πόσο μεγαλύτερο θα έχει γίνει τότε το χάσμα μας με τις ευρωπαϊκές χώρες; Πόση είναι η επίδραση του πρωτόγνωρα υψηλού ασφαλιστικού ελλείμματος στο να πηγαίνουμε συνεχώς λίγα βήματα εμπρός και πολλά πίσω; Πώς μπορούμε να ξεπεράσουμε την καταστροφική παγίδα της κοινωνικής και πολιτικής αποδιάρθρωσης που προκαλεί το ασφαλιστικό; Έχουμε κατακερματίσει τη Δημοκρατία και τα προβλήματά μας σε μικρά κουτάκια, πιστεύοντας ότι μπορούμε να βελτιώσουμε το πρόβλημα όπως μας συμφέρει, ή να εμποδίσουμε ότι πιστεύουμε ότι δεν μας συμφέρει, αδιαφορώντας για τις αλληλεξαρτήσεις μεταξύ της επιμέρους και της συλλογικής διάστασης. Από το λάθος αυτό πρέπει να ξεκινήσουμε μια αντίστροφη νοητική πορεία» κατέληξε.

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News