Ιδιωτικά νησιά κατά υπερτουρισµού – Επενδύσεις 1,5 δισ. από εταιρείες κρουαζιέρας
Καθώς η τουριστική σεζόν βρίσκεται σε εξέλιξη στον δυτικό κόσµο και µαζί της εξελίσσεται και η διαµάχη για τις παρενέργειες του µαζικού τουρισµού, µεγάλες ταξιδιωτικές αλυσίδες ξενοδοχείων υπερπολυτελείας και εταιρείες κρουαζιέρας φαίνεται πως έχουν βρει τη λύση στα ιδιωτικά νησιά. Οι αγορές ιδιωτικών νησιών έχουν αυξηθεί µετά την πανδηµία και όχι µόνο από µεγιστάνες, αλλά και από µεγάλες ταξιδιωτικές ή µεγάλες εταιρείες κρουαζιέρας που τα διαθέτουν αναλόγως στην πελατεία τους.
Ειδικότερα οι εταιρείες κρουαζιέρας από το 2019 και µετά έχουν επενδύσει 1,5 δισ. δολ. σε αγορές ιδιωτικών νησιών στην Καραϊβική και σήµερα διοικούν 15 νησιά σε Μπαχάµες, Μπελίζε, ∆οµινικανή ∆ηµοκρατία, Αϊτή και Μεξικό. Ανάµεσά τους η Norwegian Cruise Line έχει δύο ιδιωτικά νησιά στην Καραϊβική, ένα στις Μπαχάµες και ένα στο Μπελίζε. Η Royal Caribbean έχει δικό της νησί στις Μπαχάµες και µια ολόκληρη περιοχή στην Αϊτή, ενώ σχεδιάζει να αγοράσει και ένα στο Βανουάτου στον Ειρηνικό. Μιλώντας για το θέµα στην ιστοσελίδα της Deutsche Welle ο Κρις Κρόλοου, ιδρυτής και διευθύνων σύµβουλος της καναδικής εταιρείας αγοραπωλησιών ιδιωτικών νήσων Private Islands, αναφέρει πως οι τιµές των ιδιωτικών νησιών κυµαίνονται από 26.000 δολ. για ένα τµήµα του Λονγκ Κάγιε στο Μπελίζε έως 160 εκατ. δολ. για τη νήσο Ρανγκιάι στην Ταϊλάνδη. Οπως τονίζει ο ίδιος, πολλοί από τους παράγοντες του τουρισµού επεκτείνονται όλο και περισσότερο στους ιδιωτικούς προορισµούς διακοπών και επιτυγχάνουν έτσι δύο στόχους ταυτοχρόνως: αφενός κερδίζουν περισσότερα χρήµατα και αφετέρου προσφέρουν στους τουρίστες διακοπές µακριά από την κοσµοσυρροή και τους κορεσµένους τόπους. Το σκεπτικό των εταιρειών αυτών είναι πως όταν έχουν στην ιδιοκτησία τους ένα µέρος είναι σε θέση να ελέγξουν και να εγγυηθούν την ποιότητα της διαµονής του τουρίστα, ανεξαρτήτως του εάν πρόκειται για την επίσκεψη µίας ηµέρας στο πλαίσιο µιας κρουαζιέρας ή µιας παρατεταµένης παραµονής σε ιδιωτικό χώρο.
Το ένα από τα δύο ιδιωτικά νησιά της Norwegian Cruise Line είναι το Great Stirrup Cay, το οποίο αγόρασε το 1977 για να προσφέρει στην πελατεία της χαλάρωση στην ιδιωτική παραλία. Σήµερα ελέγχει στο ίδιο µέρος και µια µεγάλη τουριστική εγκατάσταση µπροστά στον ωκεανό. Το δεύτερο νησί που έχει αγοράσει, το Harvest Caye, το εγκαινίασε το 2016 σε συνεργασία µε την κυβέρνηση του Μπελίζε. Σε ό,τι αφορά τη Royal Caribbean, το ιδιωτικό νησί της είναι το CocoCay στις Μπαχάµες και το έχει αγοράσει από τη δεκαετία του 1980. Προσφάτως επένδυσε 250 εκατ. δολ. στο νησί και αναφέρει ότι κάθε χρόνο επισκέπτονται τις ιδιωτικές κτήσεις της περίπου 2 εκατ. άνθρωποι. Ανάµεσα στις εταιρείες που προσφέρουν εκτεταµένες υπηρεσίες σε ιδιωτικά νησιά είναι η ταξιδιωτική Fischer Travel που έχει έδρα στη Νέα Υόρκη και βλέπει να αυξάνεται διαρκώς η ζήτηση τα τελευταία χρόνια. Οπως τονίζει ο Στάσι Φίσερ – Ρόζενταλ, πρόεδρος της εταιρείας, «για τα ιδιωτικά νησιά η τάση ήταν πάντα η ίδια, το να µπορούν οι πλούσιοι να ταξιδέψουν µόνο µε όποιους θέλουν και στα πλέον πολυτελή µέρη».
Αυτή η κατηγορία τουριστών µε ιδιαίτερα υψηλό βαλάντιο καταβάλλει αρχικά ένα ποσό ύψους 150.000 δολ. εν είδει εγγραφής και ετήσια συνδροµή 25.000 δολ., εκτός από το όποιο κόστος του εκάστοτε ταξιδιού. Σύµφωνα µε τον Φίσερ – Ρόζενταλ, ιδιαίτερα δηµοφιλή σε αυτή την κατηγορία πελατών είναι τα νησιά της Καραϊβικής, όπως οι Παρθένοι Νήσοι και οι Μπαχάµες. Για τις ίδιες τις εταιρείες, πάντως, το πρόβληµα είναι πως η ιδιοκτησία ενός νησιού δεν έχει και πολλή σχέση µε τις εξωτικές οµορφιές του. Ενα νησί είναι εξ ορισµού αποκοµµένο από την ενδοχώρα και πολλές υπηρεσίες, όπως οι υποδοµές ύδρευσης, η αποχέτευση και η παροχή ηλεκτρικού ρεύµατος, αλλά και η διατροφή και η παροχή ιατροφαρµακευτικών υπηρεσιών, παρουσιάζουν εγγενείς δυσκολίες και έχουν δυσανάλογο κόστος.
Διαβάστε επίσης:
Διακοπές για πολύ λίγους – Αυτός ο προορισμός θέλει να κλέψει το «στέμμα» από τις Μαλδίβες
Πώς το Άμπου Ντάμπι πουλά την fake Σαντορίνη πιο ακριβά από την αληθινή
Πώς ξοδεύουν οι τουρίστες: Ασκήσεις ισορροπίας με την ακρίβεια
Ακολουθήστε το Money Review στο Google News