EKT

Ανησυχία για τα κόκκινα δάνεια της πανδημίας

Ανησυχία για τα κόκκινα δάνεια της πανδημίας

Η διαχείριση πιστωτικού κινδύνου, η κεφαλαιακή ευρωστία, η βιωσιμότητα επιχειρηματικών μοντέλων και η διακυβέρνηση του τραπεζικού συστήματος στην Ευρώπη είναι οι βασικές προτεραιότητες της ΕΚΤ για το 2021, με βάση τις επισημάνσεις που έκανε ο Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της Κεντρικής Τράπεζας Andrea Enria στο πλαίσιο συνέντευξης τύπου με αφορμή τα ευρήματα της διαδικασίας Supervisory Review and Evaluation Process (SREP).

Ο επικεφαλής του SSM κάλεσε τις τράπεζες να αξιοποιήσουν τα κεφαλαιακά buffers που έχει «απελευθερώσει» η ΕΚΤ στο πλαίσιο της πολιτικής που εφαρμόζει για τη διαχείριση της κρίσης και τα οποία θα είναι σε ισχύ έως και τα τέλη του 2022. Εννέα τράπεζες της Ευρωζώνης έκαναν χρήση του «μαξιλαριού» κεφαλαίων τους πέρυσι, αξιοποιώντας τη σχετική ελευθερία κινήσεων που εκτάκτως έχουν δώσει οι εποπτικές αρχές, για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας. 

Αν και οι πραγματικές επιπτώσεις της πανδημίας στο τραπεζικό σύστημα, δεν μπορούν ακόμη να αξιολογηθούν, οι εποπτικές αρχές προεξοφλούν ότι θα υπάρξει αύξηση των κόκκινων δανείων και ανάγκη για αυξημένες προβλέψεις. Ο κ. Enria σημείωσε ότι οι επιπτώσεις θα αποτυπωθούν ουσιαστικά μετά τα stress test που θα ανακοινωθούν τον Ιούνιο, εκτιμώντας ότι το 1,4 τρις ευρώ που έχει προβλεφθεί ίσως είναι το κακό σενάριο. Η ανησυχία επικεντρώνεται στα μορατόρια δανείων που έχουν εφαρμοστεί σε όλη των ευρωζώνη και τα οποία τα χαρακτήρισε μια «ιδιόμορφη περιοχή» που δεν μας επιτρέπουν να έχουμε μια καθαρή εικόνα για τις επιπτώσεις της κρίσης στο ύψος των νέων κόκκινων δανείων που θα δημιουργηθούν. Κάλεσε τις τράπεζες να δημιουργήσουν εργαλεία για τη διαχείριση αυτών των δανείων, επισημαίνοντας ότι αυτά θα αξιολογηθούν περί τα τέλη Ιανουαρίου κατά τον έλεγχο που θα κάνουν οι εποπτικοί μηχανισμοί. 

Ο κ. Enria σημείωσε ότι οι τράπεζες στην ευρωζώνη είναι «επαρκώς κεφαλαιοποιημένες», όπως προκύπτει με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία με το μέσο κεφαλαιακό δείκτη να διαμορφώνεται κοντά στο 15% κατά μέσο όρο, επισημαίνοντας ότι μόλις εννέα τράπεζες στο σύνολο των άμεσα εποπτευόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων, έχουν κάνει χρήση των διαθέσιμων buffers. 

Ερωτηθείς για τις Asset Management Companies, γνωστές και ως bad banks, ο επικεφαλής του SSM χαρακτήρισε θετική εξέλιξη την υιοθέτησή του ως μέτρο, σημειώνοντας ότι μπορεί να αποτελέσει «χρήσιμο» εργαλείο για την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων σε εθνικό επίπεδο.  

Τα φετινά αποτελέσματα της SREP αντανακλούν την έγκαιρη απόφαση της ΕΚΤ να ακολουθήσει ρεαλιστική προσέγγιση κατά την εκτέλεση των ετήσιων βασικών δραστηριοτήτων της λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού (COVID-19).

Η ρεαλιστική προσέγγιση της ΕΚΤ όσον αφορά τη SREP επικεντρώθηκε στην ικανότητα των τραπεζών να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις και τους κινδύνους για το κεφάλαιο και τη ρευστότητα που απορρέουν από τη συνεχιζόμενη πανδημία. Η ΕΚΤ αποφάσισε ότι οι απαιτήσεις του Πυλώνα 2 (P2R) και οι κατευθύνσεις του Πυλώνα 2 (P2G) θα παραμείνουν σταθερές και ότι οι βαθμολογίες βάσει της SREP δεν θα επικαιροποιηθούν, εκτός εάν τυχόν μεταβολές αιτιολογούνται από τις έκτακτες περιστάσεις που επηρεάζουν συγκεκριμένη τράπεζα. Οι εποπτικές ανησυχίες αντιμετωπίστηκαν κυρίως μέσω ποιοτικών συστάσεων και όχι εποπτικών μέτρων.

Οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ εισήλθαν στο 2020 με σημαντικά υψηλότερα επίπεδα κεφαλαίου και πολύ μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στην επιδείνωση της οικονομικής δραστηριότητας από ό,τι συνέβη κατά τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση. 

Τα συντονισμένα μέτρα πολιτικής, μεταξύ άλλων τα έκτακτα εποπτικά μέτρα, παρείχαν σημαντική προστασία στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, καθώς και στον τραπεζικό τομέα, αποτρέποντας την υπερβολική φιλοκυκλική συμπεριφορά λόγω της διαταραχής που προκάλεσε η πανδημία. 

Από το γ΄ τρίμηνο του 2020 διατίθενται επαρκή κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας. Υπάρχει ακόμη σημαντική αβεβαιότητα σε βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και τα στοιχεία της SREP υποδηλώνουν μια διαρκή ανάγκη για επαγρύπνηση και συνεχιζόμενες εποπτικές προκλήσεις σε αρκετούς κρίσιμους τομείς, ιδίως όσον αφορά τον κίνδυνο απότομης αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Στο πλαίσιο της ρεαλιστικής προσέγγισης της ΕΚΤ, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις και κατευθύνσεις στο πλαίσιο της SREP (εκτός των συστημικών και των αντικυκλικών κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας) για τον κύκλο του 2020 εξακολούθησαν να κινούνται στα επίπεδα του κύκλου του 2019, σε περίπου 14% κατά μέσο όρο. 

Η απαίτηση P2R παρέμεινε επίσης σταθερή, κατά μέσο όρο σε 2,1% για τη SREP του 2020, εκτός από κάποιες περιπτώσεις, όπως εκείνες στις οποίες οι τράπεζες είχαν λάβει απαίτηση P2R για πρώτη φορά στη διάρκεια της SREP του 2020 αφότου τέθηκαν υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ.

Ταυτόχρονα, η συνιστώσα της απαίτησης P2R που αφορά το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (P2R CET1) μειώθηκε σε 1,2% από 2,1% λόγω της εμπροσθοβαρούς εφαρμογής των κανόνων της αναθεωρημένης οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (CRD V) από την ΕΚΤ. Ως αποτέλεσμα, η συνιστώσα των κεφαλαιακών απαιτήσεων και κατευθύνσεων στο πλαίσιο της SREP που αφορά το κεφάλαιο CET1 (εκτός των συστημικών και των αντικυκλικών κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας) μειώθηκε σε 9,6%.

Η κατεύθυνση P2G παρέμεινε επίσης σταθερή σε περίπου 1,4% λόγω της αναβολής των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο ΕΕ, τις οποίες συντονίζει η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) για το 2021.

Τα βασικά ευρήματα που εντοπίστηκαν στη διάρκεια της SREP το 2020 αφορούσαν τον πιστωτικό κίνδυνο, την κεφαλαιακή επάρκεια, τη βιωσιμότητα των επιχειρηματικών μοντέλων και την εσωτερική διακυβέρνηση. Τα ευρήματα αυτά αντιμετωπίστηκαν μέσω ποιοτικών συστάσεων. Δεδομένου ότι η ΕΚΤ μετέθεσε τις προθεσμίες εφαρμογής προηγούμενων ποιοτικών μέτρων βάσει της SREP, μεγάλος αριθμός ευρημάτων από προηγούμενους κύκλους της SREP εξακολουθούν να μην έχουν αντιμετωπιστεί και επιλυθεί, ιδίως όσον αφορά την εσωτερική διακυβέρνηση.

Όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο, το εποπτικό ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στην επαρκή ταξινόμηση και μέτρηση των κινδύνων στους ισολογισμούς των τραπεζών καθώς και στον βαθμό ετοιμότητας των τραπεζών να αντιμετωπίσουν εγκαίρως οφειλέτες με οικονομικές δυσχέρειες. Η επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών στη διάρκεια της πανδημίας επιβράδυνε τον ρυθμό της συνεχιζόμενης μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, υπάρχει όμως μέσα στα δανειακά χαρτοφυλάκια ένα επίπεδο δυσχερειών που δεν έχει γίνει ακόμη εντελώς εμφανές. Η σταδιακή άρση αρκετών μέτρων στήριξης το 2021 μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ακραίων επιδράσεων (cliff effects). Για να ενθαρρύνουν την υιοθέτηση κατάλληλων, συνετών προσεγγίσεων, οι επόπτες απηύθυναν σημαντικά υψηλότερο αριθμό συστάσεων στις τράπεζες.

Όσον αφορά την εσωτερική διακυβέρνηση, οι κίνδυνοι που απορρέουν από την πανδημία COVID-19 έτυχαν επαρκούς διαχείρισης και παρακολούθησης από τις περισσότερες τράπεζες. Ωστόσο, ορισμένες τράπεζες άργησαν να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που έθεσε η πανδημία όσον αφορά τη διακυβέρνηση. Οι επόπτες διαπίστωσαν, σε ορισμένες περιπτώσεις, ότι δεν υπήρχε επαρκής συμμετοχή του διοικητικού οργάνου και ότι η παρακολούθηση και η επίβλεψη των επιχειρηματικών λειτουργιών ήταν ανεπαρκείς, ιδίως όσον αφορά την επαρκή υποβολή αναφορών. Επιπλέον, διαπιστώθηκαν επίσης ζητήματα που αφορούσαν τη διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου εντός των εσωτερικών λειτουργιών ελέγχου και διαρκείς διαρθρωτικές αδυναμίες στον τομέα της συγκεντρωτικής καταγραφής δεδομένων κινδύνου και υποβολής σχετικών αναφορών.

Όσον αφορά το επιχειρηματικό μοντέλο, οι επόπτες διατύπωσαν ανησυχίες σχετικά με την αξιοπιστία των επιχειρηματικών σχεδίων ορισμένων τραπεζών, τις οποίες αντιμετώπισαν μέσω ποιοτικών συστάσεων για βελτίωση της κερδοφορίας. Η κερδοφορία μειώθηκε το 2020, κυρίως λόγω των υψηλότερων ροών απομειώσεων, των χαμηλότερων καθαρών εσόδων από τόκους και της μείωσης των χρεώσεων και των προμηθειών. Η μείωση των περιθωρίων ενέτεινε την πίεση στις τράπεζες να προσαρμόσουν τη βάση κόστους τους, με αποτέλεσμα διάφορα μέτρα περικοπής κόστους στη διάρκεια του 2020, όπως η ενοποίηση υποκαταστημάτων, έργα καινοτομίας και ρυθμίσεις εξ αποστάσεως εργασίας. Τα πρόσφατα γεγονότα ενίσχυσαν την τάση προς ψηφιοποίηση των εσωτερικών διαδικασιών, αν και μία στις τέσσερις τράπεζες εξακολουθεί να παρουσιάζει καθυστέρηση ως προς την υλοποίηση των προβλεπόμενων εργασιών. Οι τράπεζες αποκρίθηκαν επίσης στις προκλήσεις που θέτει η επιδίωξη ευρύτερων στρατηγικών αναθεωρήσεων ή σχεδίων αναδιάρθρωσης καθώς και εγχώριων πράξεων ενοποίησης. Οι επόπτες ενθαρρύνουν τις τράπεζες να προχωρήσουν σε αυτές τις στρατηγικές αναθεωρήσεις και να βελτιώσουν την αποδοτικότητα, ενώ παρακολουθούν προσεκτικά την υλοποίηση των στρατηγικών δράσεων των τραπεζών.

Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, οι επόπτες διατύπωσαν ανησυχίες σχετικά με την αξιοπιστία των πλαισίων κεφαλαιακού προγραμματισμού των τραπεζών, για παράδειγμα σε σχέση με την ικανότητά τους να εκπονούν αξιόπιστες προβολές για το κεφάλαιο που να καλύπτουν χρονικό ορίζοντα τριών ετών, στο πλαίσιο της εξέτασης της εσωτερικής διαδικασίας αξιολόγησης της κεφαλαιακής επάρκειας (internal capital adequacy assessment process – ICAAP). Οι τράπεζες που έχουν χαμηλό κεφαλαιακό περιθώριο, δηλαδή μικρό περιθώριο μεταξύ του δείκτη κεφαλαίου τους και των ελάχιστων απαιτήσεων, έλαβαν συστάσεις για ενίσχυση του κεφαλαιακού προγραμματισμού τους. Στο πλαίσιο των μέτρων στήριξης της ΕΚΤ, οι τράπεζες μπορούν να χρησιμοποιούν πλήρως τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας τους, συμπεριλαμβανομένης της κατεύθυνσης του Πυλώνα 2, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2022. Συνολικά, χρήση αυτών των μέτρων κάνουν εννέα τράπεζες των οποίων τα επίπεδα κεφαλαίου CET1 βάσει του γ΄ τριμήνου του 2020 είναι χαμηλότερα από τις απαιτήσεις και κατευθύνσεις για το κεφάλαιο CET1 πριν από τα μέτρα λόγω COVID-19. 

Με βάση την ανάλυση της SREP και λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης που έχει προκαλέσει η πανδημία, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ αποφάσισε να επικεντρώσει τις προσπάθειές της σε τέσσερις βασικούς τομείς που επηρεάζονται ουσιωδώς από την τρέχουσα κατάσταση κρίσης, ορίζοντας τις ακόλουθες εποπτικές προτεραιότητες για το 2021: πιστωτικός κίνδυνος, κεφαλαιακή ευρωστία, βιωσιμότητα επιχειρηματικών μοντέλων και διακυβέρνηση.

Όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο, οι επόπτες θα επικεντρωθούν στην επάρκεια της μέτρησης και της διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου από τις τράπεζες, με σκοπό την ενίσχυση του έγκαιρου εντοπισμού, της αποδοτικής παρακολούθησης και του περιορισμού της φιλοκυκλικότητας.

Όσον αφορά την κεφαλαιακή ευρωστία, η άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο ΕΕ, την οποία συντονίζει η ΕΑΤ, θα βρεθεί στο επίκεντρο και θα αποτελέσει σημαντικό στοιχείο για την αξιολόγηση της ανθεκτικότητας του κεφαλαίου των τραπεζών, μαζί με τη συνεχή εποπτική εξέταση του κεφαλαιακού προγραμματισμού των τραπεζών. 

Όσον αφορά τη βιωσιμότητα των επιχειρηματικών μοντέλων, τα στρατηγικά σχέδια των τραπεζών και τα υποκείμενα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση των υφιστάμενων διαρθρωτικών ανεπαρκειών θα συνεχίσουν να επαληθεύονται.

Όσον αφορά την εσωτερική διακυβέρνηση, η εποπτική προσοχή θα παραμείνει στραμμένη στην επάρκεια των πλαισίων διαχείρισης κινδύνων των τραπεζών σε συνθήκες κρίσης, στη συγκεντρωτική καταγραφή δεδομένων κινδύνου, στους κινδύνους που συνδέονται με τα πληροφοριακά συστήματα και τις κυβερνοαπειλές, καθώς και στους κινδύνους που σχετίζονται με την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. 

 

Ακολουθήστε το Money Review στο Google News